Κάποτε έχτισα ένα σπίτι,
το στόλισα με χαμόγελα
και παιδικές φωνές.
Πάνω στη βεράντα
είχε ένα μεγάλο τραπέζι,
μα πάντα άστρωτο έμεινε
κι απόσταση όλο και μεγάλωνε.
Το τζάκι που έφτιαξα
δεν άναψε ποτέ,
πάντα τα πουλιά έκαναν
φωλιές στη καμινάδα.
Τη σκάλα την έκανα φαρδιά
στα άσπρα ντυμένη να σε δω
να την κατεβαίνεις.
Μα μισοτελειωμένη κι αδιάβατη έμεινε.
Τώρα το βλέπω και βρίζω τα όνειρά μου.
Λέω να μην ξανακάνω όνειρα.
Αυτά δεν ήρθαν ποτέ σ’ αυτό το σπίτι.
Ακόμα και αυτές οι αναμνήσεις
μία, μία πετάνε και χάνονται.
Για δες τώρα φεύγεις και συ.
Σιγά σιγά όλοι θα φύγουμε ένας, ένας.
Ώρα να φύγω και γω!
Στοίβαξα τις θύμησές μου
σε ένα ξεφτισμένο τσουβάλι
κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. .
Ένα δάκρυ κύλησε
κι ο κόμπος στο λαιμό
θηλιά του κρεμασμένου.
Απομακρύνθηκα γρήγορα
με τις σκέψεις
λιωμένα καρφιά στο μυαλό μου.
Κι όταν γύρισα και κοίταξα πίσω μου
το σπίτι δεν υπήρχε.
Γκρεμίστηκε κι αυτό,
μαζί με τα όνειρα μου!
το στόλισα με χαμόγελα
και παιδικές φωνές.
Πάνω στη βεράντα
είχε ένα μεγάλο τραπέζι,
μα πάντα άστρωτο έμεινε
κι απόσταση όλο και μεγάλωνε.
Το τζάκι που έφτιαξα
δεν άναψε ποτέ,
πάντα τα πουλιά έκαναν
φωλιές στη καμινάδα.
Τη σκάλα την έκανα φαρδιά
στα άσπρα ντυμένη να σε δω
να την κατεβαίνεις.
Μα μισοτελειωμένη κι αδιάβατη έμεινε.
Τώρα το βλέπω και βρίζω τα όνειρά μου.
Λέω να μην ξανακάνω όνειρα.
Αυτά δεν ήρθαν ποτέ σ’ αυτό το σπίτι.
Ακόμα και αυτές οι αναμνήσεις
μία, μία πετάνε και χάνονται.
Για δες τώρα φεύγεις και συ.
Σιγά σιγά όλοι θα φύγουμε ένας, ένας.
Ώρα να φύγω και γω!
Στοίβαξα τις θύμησές μου
σε ένα ξεφτισμένο τσουβάλι
κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. .
Ένα δάκρυ κύλησε
κι ο κόμπος στο λαιμό
θηλιά του κρεμασμένου.
Απομακρύνθηκα γρήγορα
με τις σκέψεις
λιωμένα καρφιά στο μυαλό μου.
Κι όταν γύρισα και κοίταξα πίσω μου
το σπίτι δεν υπήρχε.
Γκρεμίστηκε κι αυτό,
μαζί με τα όνειρα μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου