Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Η ΛΑΚΕΡΔΑ

 -Διήγημα από το Μπουρό (Νεοχώρι) Λέσβου-

  Ο ήλιος έλαμπε σε αυτό το χειμωνιάτικο πρωινό, τίποτα δεν θύμιζε χειμώνα κι ας ήταν Δεκέμβρης. Η αυλή του δημοτικού σχολείου του χωριού μου, στο Μπουρό Λέσβου (σημερινή ονομασία Νεοχώρι) αντιλαλούσε από χαρούμενες φωνές. Ήταν η ώρα του διαλείμματος. Εγώ με άλλα παιδιά, χωρισμένοι σε δύο ομάδες παίζαμε αμπάριζα. Δεν θέλαμε να τελειώσει το διάλειμμα, αλλά η ώρα πλησίαζε. Το κουδούνι χτύπησε, κατακόκκινοι και ιδρωμένοι μπήκαμε όλοι στη μοναδική τάξη που υπήρχε και καθίσαμε στα θρανία.

 

 Ωχ, είπα μέσα στο μυαλό μου, άντε να κάνεις τώρα μάθημα. Τι ωραία θα ήταν, να αποφασίζανε τα παιδιά πότε θα φεύγανε από το σχολείο και πότε θα πηγαίναμε. Βλέπετε από τότε είχα πρωτοποριακές ιδέες, κατά πως με βόλευε φυσικά. Αυτά σκεφτόμουνα όταν μπήκε ο δάσκαλος στην τάξη και μας ανακοινώνει ότι μπορούμε να σχολάσουμε από τώρα, αν και ήθελε ακόμα τρεις ώρες για να τελειώσει το σχολείο. Ήταν η τελευταία μέρα στο σχολείο, λόγω Χριστουγεννιάτικων διακοπών και μας άφησε πιο νωρίς. Η χαρά μου απερίγραπτη. Σηκωθήκαμε όλοι και με φωνές μαζεύαμε τα πράγματά μας.

         

 Τον αγαπούσα τον δάσκαλο μου, τον έλεγαν Ερμόλαο Βασίλαρο. Ήταν πολύ νέος και στην αρχή της καριέρας του. Ήρθε στο χωριό μας και άλλαξε το σχολείο. Να φανταστείτε έπαιζε μαζί μας μπάλα, πράγμα αδιανόητο για τους σοβαρούς δασκάλους που είχαμε πριν από αυτόν. Πριν από μερικά χρόνια πήγα και τον επισκέφτηκα στο Μεσαγρό της Γέρας όπου κατοικεί. Όταν τον είδα συγκινήθηκα, ένα δάκρυ έτρεξε από τα μάτια μου, αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε να μιλάμε για τα παλιά, για το σχολείο και το χωριό. Τον αναζήτησα και τον βρήκα. Ήρθα να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ δάσκαλε, του είπα. Μεγάλος κατάλαβα την πρόσφορά του στο σχολείο και σε μένα, αφού μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα -χωρίς καμία αμοιβή- στην έκτη δημοτικού. Τότε δίναμε εξετάσεις, να περάσουμε από το δημοτικό στο γυμνάσιο.  

        

 Έβαλα ότι είχα μέσα στην υποτιθέμενη σάκα μου, ένα ύφασμα ραμμένο από τη μάνα μου στο μέγεθος ενός τετραδίου, ανοιχτό χωρίς φερμουάρ, ίσα-ίσα να χωράνε τα βιβλία. Είχε και ένα σχοινάκι για να το κρεμάω στον ώμο μου. Καμία σχέση με τις σημερινές σχολικές τσάντες, με θήκες, φερμουάρ, όμορφα σχέδια και χρώματα. Ξεκίνησα για το χωριό μου, το σχολείο ήταν περίπου πεντακόσια μέτρα μακριά, καταμεσής στον ελαιώνα. Ο ουρανός καταγάλανος και ο ήλιος έλουζε με το φως του τα κλαδιά ψηλά στις κορφές των ελιών και έκανε τα φύλλα τους να ασημολαμπιρίζουν. Έσταζε το φως του σιγά-σιγά ως τις ρίζες κι αυτό σκορπίζονταν κάτω στο χώμα. Σχημάτιζε έτσι ένα φωτεινό χαλί, στολισμένο με χόρτα, κλαδάκια, φύλλα και έκανε τις πέτρες να λαμποκοπούν. 

    

  Ήταν η περίοδος, που όλο το χωριό ασχολούνταν με το λιομάζωμα. Μέχρι να φτάσω στο χωριό και να πάω σπίτι μου, έβλεπα τους ραβτσίδις με τις μακριές τέμπλες τους, να χτυπάνε τα κλαδιά, για να ρίξουν κάτω τις ελιές. Αυτές δεν αντιστέκονταν καθόλου, αλλά υπάκουαν υποταγμένες στη μοίρα τους, έσκυβαν τα κλαδιά τους κι αφήναν τον ευλογημένο καρπό να πέσει στη μάνα γη, σαν να ήθελαν να ευχαριστήσουν τους ξωμάχους, που χρόνια τώρα τις περιποιούνται. Οι μαζώχτιργις από κάτω, ντυμένες με τις καρό κόκκινες μυτιληνιές βράκες, μάζευαν μία-μία τις ελιές με τα χέρια τους και της έβαζαν η καθεμία στη δική της καλαθίδα. Στα χέρια τους φορούσαν μάλλινα γάντια, που άφηναν τα δάχτυλά τους ελεύθερα για να τις μαζεύουν πιο εύκολα. Τα έπλεκαν μόνες τους για να προστατεύονται από το  τσουχτερό κρύο του χειμώνα. 

       

Η μυρωδιά από τα καμένα κλαδιά, που έκαιγαν οι εργάτες, οι φωνές, τα πειράγματα και τα κουτσομπολιά από τις  γυναίκες έδιναν ζωή στην ύπαιθρο. Τα πουλιά συμμετείχαν και αυτά με το κελάηδημα τους και χορεύοντας πετούσαν από κλαδί σε κλαδί. Τα τραγούδια των εργατών αντηχούσαν στο απέναντι βουνό και ξαναγύριζαν πίσω σαν να μην ήθελαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.  Ένα πανηγύρι ήταν το λιομάζωμα, ο καημός και ο κόπος γίνονταν χαρά, όταν το βράδυ που σχολούσαν  έβλεπαν τα τσουβάλια γεμάτα με τις μαυρομάτες, όπως έλεγε ο παππούς μου τον καρπό της ελιάς. Ετοίμαζαν τα γαϊδουράκια, φορτώνανε τα γομάρια-τα τσουβάλια με τις ελιές- και τα πήγαιναν στην απάνω ή στην κάτω «μηχανή» που είχε το χωριό μου. Μηχανές λέγαμε τότε τα ελαιοτριβεία.

          

Ο καθένας είχε ένα δικό του χώρο, την παράγκα του, ένα μικρό χτιστό δωματιάκι μέσα στο χώρο του ελαιοτριβείου. Εκεί τις αποθήκευε και όταν γέμιζε τις πήγαινε για το άλεσμα. Ακόμα θυμάμαι το χρυσοκίτρινο λάδι, λαμπερό και μυρωδάτο.  Όλα τα παιδιά βουτούσαμε, μία φέτα ψημένο ψωμί, αν μας άφηναν οι μεγάλοι και με λίγη ρίγανη και αλάτι απολαμβάναμε τον καλύτερο μεζέ. Πάντα πεινούσαμε και αυτό ήταν ότι έπρεπε, βάλσαμο στο στομάχι μας.

       

Το χωριό μου είναι μέσα σε ένα ελαιώνα κτισμένο, πάνω σε μία καταπράσινη πλαγιά που καταλήγει σε ένα μικρό ποταμάκι. Γεμάτο μάνες, που χρονιά τώρα κελαριστές χαρίζουν το θείο δώρο, την πηγή της ζωής, το νερό. Η κύρια ασχολία των συγχωριανών μου είναι το μάζεμα της Ελιάς. Οι ευλογημένες αυτές ελιές έδιναν το λαδάκι τους, η πώλησή του ήταν το εισόδημα κάθε αγρότη. Η ελιά με το λάδι της, χόρταινε τους πεινασμένους, σπούδαζε τα παιδιά τους και τους γιάτρευε τις αρρώστιες τους.  Ήταν πάντα εκεί, πιστή στο καθήκον της. Θυμάμαι που μου έλεγε ο πατέρας μου, ότι στην κατοχή, κάθε χρόνο είχε μαξούλ,  πράγμα σπάνιο, αφού ξέρουμε ότι στην περιοχή μας συνήθως χρόνιά παρά χρόνια οι ελιές δίνουν το φουλ της απόδοσης τους.  Λες και ήξερε η ελιά, ότι ο κόσμος πεινάει και ήθελε να τον θρέψει.  Όταν έχει μαξούλια, τα τσουβάλια γεμίζουν, τα μόδια αυγαταίνουν γρήγορα, η τσέπη των αγροτών φουσκώνει και τα ηλιοκαμένα πρόσωπα  χαμογελούν.

      

Μετά από λίγα λεπτά έφτασα μαζί με τ’ άλλα τα παιδιά στο σταυροδρόμι, που πήγαινε προς την Αγία Αικατερίνη και συνάντησα  λίγο πιο κάτω το πρώτο σπίτι του χωριού, «τ’ Αμιρικάν», όπως το λέγαμε. Ο ιδιοκτήτης είχε επιστρέψει από την Αμερική και έφτιαξε ένα πάρα πολύ όμορφο σπίτι, το 1932, ξεχωριστό σαν μία μικρή Βίλα και πολύ όμορφο. Ήταν το μοναδικό στο χωριό που είχε γαλλικά κεραμίδια στη σκεπή, πράγμα σπάνιο την εποχή εκείνη, ακόμα και στα γύρω χωριά.

      

Πέρασα από το "Λιακό", έτσι λέγεται  η γειτονιά στην είσοδο του χωριού από εκείνη τη μεριά. Εκεί συναντήσαμε τον Μπαλάκο, να σκουπίζει και να μαζεύει κάτι ξερά φύλλα. Ήταν  αυτός που  φρόντιζε την καθαριότητα του χωριού σκούπιζε, έκανε διάφορες δουλειές καθώς και το ντελάλη. Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει, όποτε πέταγα κάποιο χαρτί στο δρόμο, ενώ δεν υπήρχε κανείς να με δει, ξαφνικά φανερώνονταν δια μαγείας, δεν ξέρω από πού και με έπιανε στα πράσα. «Παρ’ το από κάτω και πέτα το στο καλάθι» μου φώναζε έντονα. Καλός άνθρωπος, φρόντιζε και αγαπούσε το χωριό και εξυπηρετούσε τους πάντες.

      

Μετά από λίγο φτάνω στην «Καμπάνα», η γειτονιά αυτή πήρε την ονομασία της, από μια καμπάνα που ήταν στημένη εκεί, απέναντι από το σπίτι του Παππά Κωνσταντή. Την είχαν τοποθετήσει για να μην πηγαίνει ο Παππάς έξω από το χωριό, που ήταν η εκκλησία, όταν ήθελε να σημάνει. Επίσης εξυπηρετούσε και για να την ακούνε και στο χωριό. Η καμπάνα για τις λειτουργίες, για την Ανάσταση, για τη χαρά, για το θάνατο, για την φωτιά. Κάθε γεγονός είχε και τον δικό του ήχο, που όλοι αναγνώριζαν. Μετά το χώρο αυτό τον αγόρασε ο πατέρας μου και έχτισε του τσαγκάρκου τ’.

 

Πήγα κατευθείαν στου τσαγκάρκου του πατέρα μου Σάββα. Ο πατέρας μου ήταν ο μοναδικός τσαγκάρης του χωριού, τότε στα χρόνια μου.  Στο μικρό τσαγκαράδικο του, γύρω στα 10 τετραγωνικά έφτιαχνε γυναικεία, ανδρικά παπούτσια και αρβύλες για τους αγρότες. Τον έβλεπα να ανοίγει ένα χαρτί, έβαζε πάνω το πόδι του πελάτη και μ’ ένα μολύβι έπαιρνε το περίγραμμα της πατούσας. Αυτό ήταν όλο, μετά από λίγες μέρες, το χειροποίητο παπούτσι έτοιμο. Από ότι άκουγα ήταν καλός μάστορας και σαν γιος τσαγκάρη που ήμουν, είχα και τα προνόμια μου. Ήμουν ο μοναδικός που στην  Εθνική γιορτή της 25η Μαρτίου στο σχολείο είχα τσαρούχια, όταν ντυνόμασταν όλα τα παιδιά τσολιάδες, για να κάνουμε παρέλαση και για να πούμε το ποίημά μας. Το χρώμα τους ήταν κόκκινο με μία ωραία φούντα.  Ακόμα τα έχω. Καμάρωνα σαν άλλος Κολοκοτρώνης έτοιμος να πάρω τα όπλα.


 

        

Τότε έβλεπα, τεράστιο το ιδιόκτητο τσαγκαράδικο του πατέρα μου, παρόλο που ήταν μόνο δέκα τετραγωνικά. Νόμιζα ότι είχαμε εργοστάσιο παπουτσιών και καμάρωνα. Αυτά τα σκεφτόμουνα στη μικρή μου ηλικία και τώρα που το επισκέπτομαι  μεγάλος και το θυμάμαι βάζω τα γέλια, βλέποντας ξανά το τεράστιο «εργοστάσιο» μας.  Μου άρεσε να πηγαίνω να κάθομαι δίπλα στον πατέρα μου και να τον βλέπω να φτιάχνει παπούτσια. Αν ήταν στις καλές του, με άφηνε να παίρνω το σφυρί και να καρφώνω και εγώ πάνω στον ξύλινο πάγκο κάτι μικρά καρφάκια. Ένιωθα ένας μικρός μάστορας, που νόμιζε ότι κάτι έκανε.  Άλλες φορές με μάλωνε και δεν μ’ άφηνε, αλλά εγώ το απολάμβανα και στα κλεφτά έκανα τι ζαβολιά μου. Ο πάγκος ακόμα υπάρχει και είναι γεμάτος από τα καρφάκια μου.

       

Σήμερα ήμουν πολύ τυχερός, είχα πολλή ώρα να καθίσω μαζί του, αφού σχολάσαμε νωρίς και η μάνα μου έλειπε από το σπίτι, ήταν μεροκάματο στο λιομάζωμα μ’ ένα ταϊφά. Απολάμβανα τον πατέρα μου, που του άρεσε να πειράζει τον κόσμο και σε μερικούς γείτονες έκανε τα αστεία του.  Από κει περνούσε και ο μπάρμπα-Γιώργος, ο γανωτζής του χωριού. Είχε μία παράξενη χροιά στη φωνή του και λίγο τραύλιζε.

-  Γκι-γκι... γεια σου Σάββα, ούλου καρφώνς, τσι μαζώνς παράδις, (Γεια σου Σάββα όλο καρφώνεις και  μαζεύεις λεφτά) του είπε πειραχτικά.

-  Γιώωωωωργουυυυ, που παγαίνς μι φτό του μεγάλου καζάν (Γιώργο που πηγαίνεις με αυτό το μεγάλο καζάνι);

-  Μ' του δώτσι η  Στρακγού ά του γανώσου (μου το έδωσε η Ευστρατία να το γανώσω).

-  Μην τα μπιρδέψ πάλι τσι του δώϊς αλλού, όπους έμαθα π' έκανις πρόμα τσ' ιβαλις τσ' αθρώπ τσ' αρπαχκίκαν (μην τα μπερδέψεις πάλι και το δώσεις αλλού, όπως έμαθα ότι έκανες τις προάλλες και έβαλε στους ανθρώπους και τσακώθηκαν).

-  Γκι-γκί  μη μ' του θμίζς τσι ήβρα του μπιλά μ. Καλά ηγώ έκανα λάθους η γι' άλλους ε ντου είδι να μ' πεί πους εν είνι θκοτ. Παντού πουνηριά. Παγαίνου τώρα α φαγ. Του Ρηνιώ εχ έτοιμου του τσκάλ μι τα κτσιά (Μη μου το θυμίζεις και βρήκα τον μπελά μου. Καλά εγώ έκανα λάθος ο άλλος δεν το είδε να μου πει ότι δεν είναι δικό του. Παντού πονηριά. Πηγαίνω τώρα να φάω. Η Ειρήνη έχει έτοιμο το τσουκάλι με τα κουκιά).

-  Γεια σου Γιώργου, βλέπει μπρουστάς μην αλπουτζουθείς τσι τσλίις μι του καζάν μες στου χαντάτς (Γεια σου Γιώργο βλέπε μπροστά σου μην  γλιστρήσεις και κυλήσεις με το καζάνι μέσα στο χαντάκι).

         

Τον έβλεπα που ανέβαινε αργά-αργά τη μικρή ανηφόρα φορτωμένος με το καζάνι. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος, άγιος μπορώ να πω, δεν ενοχλούσε, δεν πείραζε κανέναν, κοιτούσε τη δουλειά του και τα λόγια του ήταν λίγα. Ένας χαρακτήρας για το χωριό μας που μαζί με τόσους άλλους αξιόλογους ανθρώπους ομόρφυναν το τόπο μας και τώρα μας λείπουν πολύ. Είμαι σίγουρος ότι ο Θεός θα του έχει δώσει μία θέση στον παράδεισο. 

         

Όταν ο πατέρας μου δεν είχε να πειράξει κάποιον ή να συζητήσει, το έριχνε στον αμανέ, του «παραπουνκό», όπως τον έλεγαν στην περιοχή του Πλωμαρίου και στα γύρω χωριά.  Μόνο εκεί τον τραγουδούσαν, σε κανένα άλλο μέρος της Λέσβου.  Σκοπός μακρόσυρτος  με δύσκολα γυρίσματα. Λίγοι στο χωριό το τραγουδούσαν καλά, ένας από αυτούς ήταν και ο πατέρας μου. Η μόνη διασκέδαση που είχαν τότε ήταν αυτή, αντάμωναν όλοι οι φίλοι παρέα και δώσε ούζο και δώσε τραγούδι. Άρχιζε μόνος του, πρώτα ο πιο καλλίφωνος, τραγουδούσε ένα στίχο και όλοι μαζί μετά τον επαναλάμβαναν. Μία μικρή ιεροτελεστία, μέθεξη  ψυχής, αφού συμμετείχαν όλοι -ακόμα και αυτοί που δεν ήταν καλλίφωνοι- μιας και τα λάθη τους τα σκέπαζαν οι άλλες φωνές. Τα τραγούδια ήταν λογιώ- λόγιώ, μίλαγαν για τον έρωτα, τον πόνο, την αρρώστια και το θάνατο.

«Πιο πέρα κι απ' τα μηνύματα

είναι και το δικό μου

να μην ακούνε οι νεκροί

τον αναστεναγμό μου».

       

Τον άκουγα που τραγουδούσε αυτό το τραγούδι καθώς δούλευε και χωρίς να ξέρω τι θέλει να πει ανατρίχιασα. Το τύπωσα καλά στο μυαλό μου και το σημείωσα  σ’ ένα παλιό τιφτιρέλ, πορτοκαλί χρώματος που είχα. Εκεί μάζευα κι άλλα τραγούδια. Αυτό που άκουσα, μου προξένησε κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Ξαναήρθε στη μνήμη μου, όταν πια πέθανε και η ειρωνεία της τύχης, λες και το ήξερε τότε, ο τάφος του ήταν στην άκρη του νεκροταφείου. Του το θύμιζα πολλές φορές, όταν τον  επισκεπτόμουν.

- Ξύπνα πατέρα, να δεις που σε βάλανε, λες και το ήξερες!

       

 Είχε ταλέντο και σκάρωνε τετράστιχα τραγδέλια στο πι και φι, άλλες φορές για να σε πειράξει, άλλες για σατιρίσει μια κατάσταση και άλλες να βγάλει τον πόνο και το μεράκι του. Σαν γνήσιο τέκνο και εγώ του πατέρα μου, για να τον ευχαριστήσω του έλεγα και εγώ δικά μου τραγδέλια, όταν επισκεπτόμουν το τάφο του.

Α ρε πατέρα μερακλή, ότι έκανες ήταν ξεχωριστό.  Ξέρω πως με ακούς. Άκου τι  έγραψα για σένα. Για μένα δεν πέθανες ποτέ.

«Ο μερακλής ο άνθρωπος

ποτέ του δεν πεθαίνει

μες στις καρδιές των φίλων του

θα ζει και θ’ ανασαίνει».

        

 Απέναντι και πλάι στο τσαγκαράδικο έμεινε του Μυρσινιώ, την αγαπούσα πολύ, αφού εκεί έβρισκα καταφύγιο για να γλυτώσω το ξύλο απ’ τον πατέρα μου. Όταν έκανα κάποια σοβαρή αταξία, θύμωνε τόσο που ήταν εκτός εαυτού και βάραγε αλύπητα. Όταν άκουσε τον πατέρα μου να τραγουδάει, βγήκε και του φώναξε.

 - Κι τζιχτικό τραγδέλ είνι τούτου π’ είπις Σάββα, ανατρίχιασα. Να, δες τα χέρια μ (Τι μερακλίδικο τραγούδι είναι τούτο που είπες Σάββα, ανατρίχιασα. Να κοίτα τα χέρια μου).

         

Ο πατέρας μου δεν απαντούσε, συνέχιζε να τραγουδάει. Το σφυρί του λες και του κρατούσε το ρυθμό. Ο καημός έβγαινε από τα στήθια του μαζί με τον αναστεναγμό του, τραγουδούσε τη στιγμή αυτή τον θάνατο, τον αιώνιο φόβο που έχουν οι άνθρωποι και το μόνο σίγουρο πως κάποτε θα 'ρθει. Τον αμανέ τον έπαιρνε ο αέρας και τον κλωθογύριζε σ' όλο το χωριό.

- Πάλι η Σάββας τραγδεί, έλεγαν οι γειτόνισσες που τον άκουγαν (Πάλι ο Σάββας τραγουδάει έλεγαν οι γειτόνισσες που τον άκουγαν) .

       

Απέναντι ήταν η κυρά Βάσω, ήταν πάρα πολύ καλοί φίλοι και εκτιμούσε ο ένας τον άλλον. Κάθε φορά που περνούσε χαιρετούσε τον πατέρα μου. Πολλές φορές έμπαινε μέσα και τα λέγανε.

- Γεια σου Σάββα, έφτιαξες τις αρβύλες του Δημήτρη, του άντρα μου;

- Έλα αύριγιου να τς παρς (Έλα αύριο να τις πάρεις).

- Τις γύρευε προχθές, μην τις αργήσεις.

- Που παένς Βάσου (Πού πηγαίνεις Βάσω);

- Στου φουρνου τ’ Βινιζιλέλ να πάρω ένα ψωμί.

- Πάρι τσι μένα ενα κλουρέλ (Πάρε και εμένα ένα κουλούρι), της έλεγε πειραχτικά.

         

Κουλούρια έβγαζε ο φούρνος τις σχόλες και Κυριακάδες. Πως και πως περίμενα να απουλτουργίεις η εκκλησία να απολαύσω του «σουμίκ», έτσι λέγαμε το κουλούρι. Μύριζε υπέροχα, με μπόλικο σουσάμι, γευστικό και λαχταριστό. Βοηθούσε βέβαια στη νοστιμιά, η στέρηση και η λαχτάρα που είχα να το απολαύσω.

        

Η φούρνος τ’ Βινιζιλέλ, πόσο έντονα τον θυμάμαι. Μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά από την όμορφη γλυκιά μυρωδιά του ψωμιού που ψήνονταν. Έμπαινε από τη μύτη, κατέβαινε στο στομάχι και απλωνόταν σε όλο το κορμί, μία αξέχαστη στιγμή από αυτές που σου μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη και θα ‘θελες να την ξαναζήσεις. Πήγαινα συχνά εκεί για να πάρω το δικό μας ψωμί αλλά και να κάνω κάποια θελήματα σε ηλικιωμένους  ανθρώπους, που δεν μπορούσαν να πάνε έως εκεί. Πού και πού μας έδιναν και μερικές δεκάρες ή κανένα μσέλ. Ένας από αυτούς ήτανε ο Παναγιώτης Βερβέρης, η Μαμή, όπως τον λέγανε όλοι. Είχε το κεντρικό καφενείο στην πλατεία του χωριού και ένα από τα καλύτερα.

-Αντών έλα μουρέλιμ να πας να πάρς ένα ψουμέλ (Αντώνη έλα παιδί μου να πας να πάρεις ένα ψωμί).

- Έρχουμι θείου

- Να πάρει «πέντι τσι ογδόντα» τόσου καν του ψουμί. Κράτα καλά τς δεκάροις μη τς χάις (Ορίστε «πάρε πέντε δραχμές και ογδόντα λεπτά» τόσο κάνει το ψωμί. Κράτα καλά τις δεκάρες μην τις χάσεις).

 

 

        

Εγώ για σιγουριά, κρατούσα καλά το τεράστιο τάλιρο που κυκλοφορούσε τότε, μετρούσα  τις εικοσάρες και τις δεκάρες και έτρεχα να φέρω το ψωμί. Ήξερα μετά ότι θα επακολουθούσε και μία όμορφη γλυκιά σοκολάτα. Πάνω από το τιζιάκ είχε κάτι ράφια γεμάτα σοκολάτες, που τις έδινε σε αυτούς που κέρδιζαν την παρτίδα τα χαρτιά και όσο σκεφτόμουν ότι σε λίγο μία από αυτές θα γίνει δικιά μου, πετούσα από τη χαρά μου.     

         

Η ώρα είχε περάσει στου τζαγκάρκου του πατέρα μου και η πείνα που είχα άρχισε να θερίζει το στομάχι μου. Ήθελα κάτι να φάω.

-  Εχς τίποτα να φαγ πατέρα (Έχεις τίποτα να φάω πατέρα);

- Τόσο πουλύ πνάς, απάντιχει να σχουλάσ η μάνα σ (Τόσο πολύ πεινάς, περίμενε να σχολάσει η μάνα σου).

- Ε μπουρώ, πνώ (Δεν μπορώ πεινάω).

Κατάλαβε ότι πεινάω και τον είδα να κόβει ένα κομμάτι φρέσκο ψωμί και μετά να ξετυλίγει μία λαδόκολλα.

-  Να φάγ, είνι λακέρδα, μ κ’ ήφιρι ένας ψαράς απ’ του Πουλιχνίτου, μπουρεί να σ' αρέσ, τούτου είνι του βρισκάμινου, εν έχου κίπουτα άλλου (Ορίστε φάε, είναι λακέρδα, μου την έφερε ένας ψαράς από τον Πολιχνίτο, μπορεί να σου αρέσει, αυτό βρίσκεται αυτή τη στιγμή, δεν έχω τίποτα άλλο).

         

Πρώτη φορά δοκίμασα λακέρδα. Είναι το έδεσμα που προκύπτει από το πάστωμα της παλαμίδας με χοντρό αλάτι ή με άλμη και γίνεται ένας εξαιρετικός μεζές, για τους μερακλήδες Μυτιληνιούς όταν έπιναν το ρακί τους. Μου άρεσε πάρα πολύ, ίσως και από την πείνα που είχα,  ίσως επειδή από τότε να μεταφέρθηκε το DNA του μερακλή και σε μένα. Κόντεψα να τη φάω όλη, δεν σταμάταγα.

-  Σιγά Αντουνέλ, θα πουνέσ η τσλιας τσι θα σι πιασ τσλιακό, α τρεχς  ουλ μέρα στου καμπινέ (Σιγά Αντώνη θα πονέσει η κοιλιά σου και θα σε πιάσει  διάρροια, να τρέχεις όλη μέρα στην τουαλέτα).

       

 Τη μάζεψε και την τύλιξε πάλι στη λαδόκολλα. Εμένα όμως η γεύση είχε καρφωθεί στο μυαλό μου. Μεγάλος πια στην Αθήνα ξαναθυμήθηκα αυτό το περιστατικό και πως μου ήρθε, νοστάλγησα να ξαναφάω λακέρδα. Έψαχνα στα σούπερ μάρκετ, αγόραζα δεξιά, αριστερά, μα καμία λακέρδα δεν είχε αυτή τη γεύση που είχα δοκιμάσει τότε στου τζαγκάρκου του πατέρα μου.  Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Σκέφτηκα να αγοράσω εγώ παλαμίδα να την παστώσω, να πειραματιστώ, μήπως και πλησιάσω την τότε γεύση και μου φύγει ο καημός. Η πρώτη προσπάθεια ήταν αποτυχημένη, ακλούθησαν και άλλες με πλήρη αποτυχία.  Ρώτησα στη Μυτιλήνη ψαράδες και πολλούς άλλους που είχανε γνώση για το αντικείμενο. Ο καθένας έλεγε τα δικά του. Εγώ όμως έβγαλα τα δικά μου συμπεράσματα από όλη την έρευνα και μετά από πολλές προσπάθειες το πάστωμα της λακέρδας πέτυχε.

         

Στην αρχή, σχεδόν καθημερινά την είχα μεζέ στο τραπέζι με λίγο ουζάκι, για να μου έρθει η όρεξη, όπως κάνουν στη Μυτιλήνη οι παλιοί  μερακλήδες. Παρόλο που πλησίαζε τη γεύση κάτι μου έλειπε, η απόλαυση δεν ήταν ίδια, η νοστιμιά της καμιά σχέση. Δεν την έτρωγα με την ίδια λαχτάρα όπως τότε.

   

 Κατάλαβα μετά από λίγες μέρες, πως το ευλογημένο νησί μου, ο Άγιος τόπος του χωριού μου, ο πεντακάθαρος αέρας, οι αναμμένες γωνιές των σπιτιών που μύριζαν ξύλο ελιάς, η πείνα που είχα τότε και η χαρά που βρισκόμουν παρέα με τον πατέρα μου, ήταν αυτά που έκαναν τη στιγμή μοναδική και τι λακέρδα πεντανόστιμη!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου