-Διήγημα από το Μπουρό (Νεοχώρι) Λέσβου-
«Αντών ξύπνα,
πρέπ να πάμι σ’ κι ακκλησιά να πάρουμι
αγιασμό» (Αντώνη ξύπνα πρέπει να πάμε στην εκκλησία να πάρουμε αγιασμό). Ήταν φωνή της μάνας μου που τη άκουσα μέσα
στον ύπνο μου. Το κρύο ήταν τσουχτερό και το πάπλωμα βαρύ. Θυμάμαι όταν με
σκέπαζε, από το πολύ το βάρος έμεινα ακίνητος όλη τη νύχτα. Έβγαζα μόνο το
κεφάλι μου σαν μικρό ποντικάκι που ψάχνει να βρει την τροφή του. Κοίταζα το
φεγγάρι πριν κοιμηθώ από το παράθυρο, έμοιαζε με χρυσαφί ξόμπλι, κεντημένο στο
μεγάλο χαλί του ουρανού, έπειτα μετρούσα τα αστέρια που συμπλήρωναν κι αυτά
επάξια το στόλισμα και μ’ έπαιρνε γλυκά
ο ύπνος.
Δεν είχαμε
θέρμανση στο σπίτι. Πάντα αναμμένο το τζάκι μας ζέσταινε με τη θαλπωρή του και
αυτό μόνο κάτω στου γιρουϊκό (Το ισόγειο του σπιτιού που συνήθως κοιμόντουσαν
εκεί όταν γίνονταν γέροι οι ιδιοκτήτες του σπιτιού γιατί δεν μπορούσαν να
ανέβουν τις σκάλες). Θυμάμαι έντονα την
όμορφη μυρωδιά των ξύλων και τις κατακόκκινες φλόγες που λικνίζονταν σαν μικρές
χορεύτριες. Απλώναμε τις παλάμες μας να τις χαϊδέψουμε νοερά για να μας δώσουν λίγη ζεστασιά. Μας τη χάριζαν
απλόχερα και με το παραπάνω. Η γωνία -τζάκι-
για όλες τις χρήσεις, για το μαγείρεμα, για το ζεστό νερό όταν κάναμε το
βασανιστικό μπάνιο μες τη σκάφη. Πάντα μέσα στη γωνιά ήταν ακίνητο σε μια άκρη
το πήλινο τσουκάλι να σιγοβράζει υπομονετικά τα ξερά κουκιά, συμπλήρωμα του
φαγητού μας, που τις περισσότερες φορές ήταν και το κυρίως πιάτο, μαζί με μια ντοματοσαλάτα,
ελιές, λαδοτύρι και χωριάτικο ψωμί!
Ώρα να σηκωθώ!
Έβαλα όλη τη δύναμή μου και παραμέρισα το χοντρό και βαρύ πάπλωμα. Ετοιμάστηκα
για την εκκλησία βάζοντας τα καλά μου ρούχα. Έπρεπε να φτάσω νωρίς γιατί ήμουνα
ο βοηθός του Παππά. Καθόμουνα μέσα στο ιερό μαζί του και άναβα το θυμιατό και
έκανα ότι άλλο ζητούσε. Πάντα τα Θεοφάνεια ήταν μία ξεχωριστή γιορτή για μένα
και γι αυτό η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και ήθελα να την απολαύσω, αφού φέτος ήταν η τελευταία χρόνια, γιατί ήμουν στην έκτη
δημοτικού. Δεν ήταν μόνο η ιεροτελεστία
του αγιασμού αλλά και κάτι άλλο που τόσο πολύ περίμενα. Μετά το τέλος της
εκκλησίας μ’ έπαιρνε ο Παππακωνσταντής μαζί του και γυρίζαμε να αγιάσουμε τα
σπίτια σ' όλο το χωριό. Έτσι ήταν το
έθιμο στο Μπουρό (Νεοχώρι) Λέσβου των φώτων. Αυτό βέβαια μεταφράζονταν σε
πολλές απολαβές για μένα, μια από αυτές, το χαρτζιλίκι που έπαιρνα από τον Παππά,
από τα λεφτά που έδιναν οι νοικοκυρές. Όμως δεν ήταν μόνο το χαρτζιλίκι αλλά
και άλλα πολλά όπως θα δείτε παρακάτω.
Η εκκλησία τελείωσε, όλοι προμηθεύτηκαν τον αγιασμό με τα
μικρά παγουράκια τους.
- Αντών πάνει να φέρς απ' του σπικ σας διό καλαθίδες, φέτους
θα τς γεμίσουμε πάλι μι φνίτσια π’ θα μας δώσουν οι γναίτσις ( Αντώνη πήγαινε
να φέρεις από το σπίτι σου δύο καλάθια Φέτος θα τα γεμίσουμε πάλι μελομακάρονα
που θα μας δώσουν οι γυναίκες) μου λέει ο Παππακωνσταντής
Ξεκινήσαμε, εγώ κρατούσα τα καλάθια. Γυρίζαμε
από γειτονιά σε γειτονιά παίρνοντας με τη σειρά τα σπίτια για να τ’ αγιάσουμε.
Μπροστά ο Παππακωνσταντής με ένα μεταλλικό καστέρ – δοχείο με ένα χερούλι- με
τον αγιασμό μέσα και πίσω εγώ καμαρωτός
με τα δύο καλάθια. Σκεφτόμουνα τα κεράσματα, πού ήταν μελομακάρονα (φνίτσια τα
λέμε στη Λέσβο) σε διάφορα σχήματα, κουραμπιέδες, σοκολατάκια, κονιάκ και λικέρ
λογιώ-λογιώ πολύχρωμα. Ο Αγιασμός έπεφτε παντού, δεν αφήναμε τίποτα που να μην
το αγιάσουμε.
- Ρίξι τσ΄ έδγιου Πάτηρ
για του καλό (ρίξε και εδώ Πάτερ για το καλό ), έλεγαν οι νοικοκυράδες,
κάνοντας το σταυρό τους φιλώντας το χέρι του παππά.
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε...»
Το άκουσα γύρω
στις εκατό φορές, αφού τόσα ήταν τα σπίτια περίπου στο χωριό. Όταν τελείωνε ο Παππάς
άρχιζαν τα κεράσματα. Εγώ πιστός στο καθήκον μου έβαζα τα φνίτσια, τα
σοκολατάκια και ότι άλλο μας δίνανε στα καλάθια και έπινα και στα κλεφτά λίγο
λικέρ κατά το χρώμα που μ’ εντυπωσίαζε. Το κονιάκ δεν τολμούσα να το ακουμπήσω
το άφηνα για τον Παππακωνσταντή που με παρότρυνση της οικοδέσποινας τον
παρακαλούσε να το δοκιμάσει. Είχε γίνει μεταξύ μας μία σιωπηρή συμφωνία, εγώ τα
λικέρ και τα γλυκά κι ο Παππάς το κονιάκ. Τη συμφωνία την επικύρωνε και μου τη
θύμιζε το αυστηρό του βλέμμα, αν κατά λάθος την παραβίαζα.
- Απουγεύφτσιτου, Πάτηρ, ιγώ του ποίκα, εχου βάλ τσι βιτσνου
μέσα, καν καλό για του κρύγιου π' εχ σήμιρα. (Δοκίμασε το πάτερ εγώ το έφτιαξα
έχω βάλει και βύσσινο μέσα κάνει καλό για το κρύο που έχει σήμερα).
- Άντι τσι του χρόνου (Άντε και του χρόνου), έλεγε ο Παππάς
κι έπινε μια πολύ-πολύ μικρή γουλιά γιατί τα σπίτια ήταν πολλά και τα κεράσματα
περισσότερα.
Για μένα αυτή
η μέρα ήταν ότι καλύτερο, γιατί ευχαριστιόμουν να τρώω σοκολατάκια,
κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Τότε τα γλυκά σπάνιζαν στο χωριό και τώρα λόγω
της ημέρας προσφέρονται απλόχερα και ήταν άδικο τέτοια ευκαιρία να την αφήσω να
χαθεί. Κάθε φορά που πηγαίναμε σε διαφορετικό
σπίτι, εγώ σκεφτόμουν στο δρόμο τι χρώμα θα έχει το λικέρ που θα μας κερνούσε
η οικοδέσποινα. Είχα κάνει και διατριβή για τα χρώματα, το κίτρινο ήταν η
μπανάνα, το πράσινο μέντα κ.ο.κ. Σε κάθε σπίτι έπινα διαφορετικό χρώμα, ήθελα
να τα δοκιμάσω όλα, ήταν τόσο γλυκά και είχαν ωραία γεύση.
Σιγά-σιγά το
μυαλό μου άρχισε να θολώνει, τα χρωματιστά οινοπνευματώδη ανακατεύτηκαν μέσα
στο στομάχι μου και έγιναν μία μπάλα που ήθελε να εκραγεί. Απλώνονταν σε όλο
μου το κορμί που άρχισε να μυρμιδά και με έκανε να νιώθω μία αγωνία. Ήταν το
πρώτο μου μεθύσι! Άρχισα σιγά-σιγά να τα βλέπω όλα διπλά και φυσικά ανέβηκε η
διάθεση και το κέφι μου. Δοκίμασα έτσι τις φωνητικές του ικανότητες και άρχισα
να ψέλνω και εγώ μαζί με τον Παππά το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε…». Το
έκανα για να τον βοηθήσω, μα για πιο πολύ να εξωτερικεύσω το κέφι που είχα από
την επήρεια του λικέρ. Νόμιζα φυσικά ότι τον βοηθούσα. Άλλα έλεγε ο Παππάς άλλα έλεγα εγώ. Πάνω
αυτός, κάτω εγώ, πλάγια αυτός ίσια εγώ. Με στραβοκοίταξε έντονα και εγώ κάπως
συνήλθα. Η ντροπή μου μεγάλη. Παρόλα αυτά εγώ ξανάρχιζα, αλλά τώρα λίγο πιο
σιγά ώστε να μη με ακούει, ήθελα να βγει από τα στήθια μου ο καημός και το μεράκι
μου και αυτή τη στιγμή μου προσφέρονταν μόνο η ψαλμωδία, που μου άρεσε κιόλας.
Πάντα μου
ήθελα να ψέλνω. Όσες φορές πήγαινα εκκλησία καθόμουνα στο ψαλτήρι δίπλα στο
ψάλτη του χωριού "του Βουλέλ" όπως τον έλεγαν, για να μάθω. Πολύ
καλός ψάλτης και αηδόνι η φωνή του, ευχαριστιόμασταν ψαλμωδίες σε κάθε
λειτουργία. Τον ζήλευα που ήταν τόσο καλός και ήθελα να του μοιάσω. Αυτός δεν έφερνε αντίρρηση και το μάθημα γινόταν
ως εξής, πριν αρχίσει το τροπάριο έδινε τον τόνο με τη φωνή του
«ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ» το λεγόμενο «ίσιο», που ταίριαζε με την ψαλμωδία και έπρεπε
να το κρατάς αυστηρά.
Παρασυρόμενος
εγώ από τη μελωδία αντί να κρατάω το «ίσιο» έψελνα μαζί του. Γύριζε, με κοίταζε
και με έντονη φωνή μου έλεγε «ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ
ρεεεε!» και αμέσως μετά με απειλούσε, «Θα φας «καρύδα» αν το ξανακάνεις μου
έλεγε». Ξανά εγώ, πρώτα «ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ», μα πάλι το ίδιο λάθος, έψελνα μαζί του
και τον μπέρδευα, αλλά και πάλι αυτός μ’ έβαζε στην τάξη. «ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ
ρεεεε!». Την τρίτη φορά τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ, όταν προσγειώθηκε στο
κεφάλι μου αναπάντεχα μια «καρύδα». Αυτό ήταν η τιμωρία του κακού μαθητή-ψάλτη, η «καρύδα».
Με διπλωμένο τον δείκτη του χεριού σχημάτιζε μία μυτερή γωνιά υποβοηθούμενος με τον αντίχειρα, έσφιγγε καλά
τα δάχτυλα του και την κατέβαζε με δύναμη στο κεφάλι. Πονούσε πολύ! Έφαγα πολλές τέτοιες «καρύδες», μέχρι που
βρήκα τη λύση, αν ήταν άλλος μαζί μου τον άφηνα να πηγαίνει δίπλα του -γιατί
ήταν κι άλλοι μικροί επίδοξοι ψάλτες εκτός από μένα- και εγώ καθόμουν πιο παραδίπλα
να μη με ακούει και τόσο πολύ και να μη φτάνει να μου κατεβάσει την περίφημη «καρύδα»
του! Στο τέλος για να απαλλαγώ από τον πόνο και να προστατέψω το κεφάλι μου από τις δυνατές «καρύδες»
αποτραβήχτηκα ηττημένος και απογοητευμένος. Τα παράτησα και δεν έγινα ποτέ
ψάλτης.
Η γη άρχισε να
γυρίζει, τα πρώτα αποτελέσματα από το μεθύσι φάνηκαν όταν κατέβαινα μία σκάλα ενός
σπιτιού σκόνταψα και παραλίγο να μετρήσω τα σκαλοπάτια. Ευτυχώς κρατήθηκα από
την κουπαστή. Άρχισα να ανησυχώ! Πρώτη
φορά μου συνέβαινε αυτό, είχα και αυτά
τα καλάθια, γεμάτα μελομακάρονα και κουραμπιέδες μέχρι πάνω, που επιδείνωναν με
το βάρος τους την κατάσταση της ισορροπίας μου.
Δεν θυμάμαι πόσα λικέρ είχα πιει!
Αισθανόμουν όμως όμορφα και ζούσα στον κόσμο μου. Μέσα σε όλο αυτό το
παραλήρημα, μου λύθηκε και μία απορία και κατάλαβα γιατί ήτανε τόσο ευδιάθετοι
όσοι μεθούσαν. Ο δρόμος γλιστρούσε, τα σκαλοπάτια γύριζαν και το κακό έγινε,
πέφτω φαρδύς πλατύς κάτω. Ευτυχώς ο Παππάς δεν με πήρε είδηση γιατί εκείνη την
ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε σ’ ένα σπίτι για να το ραντίσει με τον αγιασμό.
Χτύπησα τα γόνατά
μου και τα χέρια μου έτσουζαν. Τσουλούσαν στην κατηφόρα οι κουραμπιέδες και τα
μελομακάρονα, μαζί και τα δύο καλάθια
και εγώ από πίσω έτρεχα να το προλάβω. Δεν ήξερα τι να πρωτομαζέψω. Μάζεψα στα γρήγορα από το δρόμο όσους
κουραμπιέδες και μελομακάρονα πρόλαβα. Τα περισσότερα έπεσαν μέσα σε ένα
υπόνομο κι αλλά ανακατεύτηκαν με κάτι καβαλίνες που συνήθιζαν να αφήνουν τα
γαϊδουράκια στα χωριά. Από τα δύο γεμάτα καλάθια δεν έμεινε ούτε ένα μισό
καλάθι. Σκέφτηκα να τα μοιράσω και στα δύο καλάθια για να φαίνονται πιο πολλά.
Έτρεξα γρήγορα στο σπίτι που έκανε αγιασμό ο Παππάς, για να μη με ψάχνει και για
να συμπληρώσω από τα γλυκά που θα μας έδινε η οικοδέσποινα, μήπως και φανούν
περισσότερα μέσα στα καλάθια. Δυστυχώς, είχε μόνο ποτά, που φυσικά δεν τα δοκίμασα,
αφού τα πατώματα και ταβάνια του σπιτιού γύριζαν απίστευτα γρήγορα.
Με κόπο κατέβηκα τις σκάλες και όταν βγήκαμε έξω, γυρίζει ο Παππακωνσταντής
και μου λέει.
- Τιλιώσαμι Αντών, πάμι σπικ ιμ να σ’ δώσου να πάρς κανά γλυκό να του δώις σ’
μάνας! (Τελειώσαμε Αντώνη πάμε σπίτι μου να σου δώσω να πάρεις μερικά γλυκά να
τα δώσεις στη μάνα σου!).
Εγώ σκεφτόμουν
τι δικαιολογία θα βρω, όταν δει τα δύο
καλάθια κάτω-κάτω με πολύ λίγα γλυκά. Μπαίνουμε στο σπίτι, φωνάζει την παππαδιά να φέρει μερικά πιάτα να τα γεμίσει με τα γλυκά,
για να έδινε μάλλον και κάπου αλλού. Παίρνει
η παππαδιά τα καλάθια, κοιτάζει μέσα, ούτε δύο πιάτα μελομακάρονα και
κουραμπιέδες δεν ήτανε κι αρχίζει να γελά!
- Καλά Παππά μ τα
φάγατι τα Φνίτσια στου δρόμου; Ούτε δύο πιατέλια δεν είνι ( Καλά Παππά μου
τα φάγατε τα μελομακάρονα στο δρόμο ούτε δύο πιάτα δεν είναι).
- Αντών, πού είνι οι κουραμπιέδις τσι τα Φνίτσια, αφού
ήβλιπα άδιαζεις συνέχεια μέσα ( Αντώνη πού είναι οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα
αφού έβλεπα ότι άδειαζες συνέχεια μέσα), μου είπε ο Παππάς.
Τον κοιτούσα
σαν άλαλος, προσπάθησα να πω κάτι αλλά τα λόγια δεν έβγαιναν καθαρά από το στόμα
μου, τον είδα νευριασμένο και δεν θυμάμαι τι μου είπε. Ζούσα στον κόσμο μου και
προσπαθούσα να δικαιολογηθώ, ήθελα να πω τη λέξη «φνίτσια» και να συνεχίσω
παρακάτω. Μα από το μεθύσι δεν μπορούσα να την προφέρω, έβγαζα από το στόμα μου
σύμφωνα και φωνήεντα ανακατωμένα, κάπως έτσι «Βγιιιιφνουτκιααααα». Ο Παππάς
είδε ότι δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί μου και κατάλαβε ότι έχω πιει και έχω
μεθύσει με τα λικέρ, μουρμούρισε κάτι νευριασμένος και έφυγε στο δωμάτιο του.
Ξεκίνησα
παραπατώντας για το σπίτι σε κατάσταση ευθυμίας. Μόνος τώρα πια και χωρίς να
έχω κάποιον να με κρίνει και να μου φωνάζει άρχισα να ψέλνω, όπως- όπως και
μπερδεμένα, το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε…» χαρούμενος και ευτυχισμένος
χωρίς να ξέρω γατί!
Υπέροχο! Μπράβο μπράβο για μένα έχει μεγάλη αξία η αγνή καταγραφή αυτών γιατί μέσα απ' αυτά βγαίνει κατ' αρχάς η αλήθεια και είναι γοητευτική και καθαρή και επίσης βγαίνουν πολλά λαογραφικά στοιχεία πολύτιμα για την ιστορία.
ΑπάντησηΔιαγραφή