κάτω από λευκά μάρμαρα έριξε το φως του
κι ήρθε κοντά μου να γαληνέψει.
Από τα χείλια μου ήθελε να πιει γλυκό κρασί
αποστάγματα αγάπης έταζε.
Έψαχνε να βρει μικρές χαραμάδες πάνω μου
παραφυλώντας τη γλύκα της ζωής
κι ύστερα έγινε όνειρο ένα μαζί μου
αφήνοντας στα κάγκελα της ηδονής τα σημάδια του.
Έταζε πύργους και γω άρχοντας οικοδεσπότης
κολυμπούσα στα δάκρυα της χαράς.
Φτερά έβγαζε κάθε που ο δείκτης έδειχνε πρωτομηνιά
να βρει που αντάμωσαν οι ζωές μας έψαχνε
και μιλούσε για κλουβιά δίχως ουρανό.
Μαρτυράει τα ψεύτικα σ’ αγαπώ ο Κίτρινος ο καμβάς
κρυμμένος μέσα στα σκούρα χρώματα.
Τώρα γυρνά στις αγορές του κόσμου
μικρούς νάνους αγκαλιάζει δανείζοντας το φως του
γλιστρά όλο προς τα κάτω και γλύφει τις πληγές του.
Ο τάφος μαρτυρούσε τα χαμένα χρόνια στα ερείπια του χρόνου
ο τόπος αγνώριστος στα χαλάσματα της ψυχής
κατάπινε τις φωτιές της ντροπής.
Το βασιλόπουλο μεταμορφώθηκε σε γουρούνι.
κι η όμορφη νεράιδα σε κακιά μάγισσα.
Μην πιστεύετε στα παραμύθια.
Εγώ ποτέ δεν πίστεψα την γιαγιά μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου