Ήταν το φεγγάρι που έσταξε το φως του
κι είδα τον πόνο να σέρνεται κατάχαμα.
Κάποτε τον έκρυβε το σκοτάδι.
Άκουσα το κλουβί που τραγουδούσε λυγμούς
κρεμασμένο στη μοναξιά της νύχτας.
Ήταν η πόρτα ανοιχτή.
Κάτω από τις βαριές μπότες
ένα δυνατό Αχ ακούστηκε
κανείς δε άκουσε τίποτα.
Εγώ ένοιωσα την κραυγή.
Έσταξαν μελάνι τα παιδικά χέρια
ποίημα έγινε η κόκκινη βροχή
στης ανάσας το φύσημα
η σελίδα γύρισε ανάποδα.
Το μήνυμα της ντροπής διάβασα.
Όλο και κάτι με πληγώνει μέρα με τη μέρα!
Σήμερα είναι το λουλούδι
πού σκυφτό φιλούσε τη γη.
Πιο παλιά μια καρδιά
που κυνηγούσε ψεύτικους ήχους ν’ ανασάνει.
Καιρό πριν ένα μοιρολόι
που μοίραζε καρφιά στους δρόμους της σιωπής.
Προχθές ένα δάκρυ που γύρεψε
δύο λέξεις να δραπετεύσει.
Αύριο τι;
Υπέροχη η γλυκειά και γεμάτη πόνο συνάμα αντάμωση των αναγνώσεων των πληγών. Μπράβο ποιητή ξεδιπλώνοντας την ψυχή σου ανοίγεις δρόμους θεραπείας με την Ποίηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΥΧΑΡΙςΤΩ ΟΛΓΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή