Ένα σοκάκι με τεράστια πόδια
τις σκέψεις του απλώνει
ζωγραφίζοντας το τίποτα.
Την ηρεμία κόβει σαν μαχαίρι
ένα τρένο αντίκα με μαύρους καπνούς.
Πάνω στα γλυκά κεράσια
ένα βλέμμα ξεχύνεται και απολαμβάνει
της πικρής γεύσης το απόσταγμα.
Περίεργο το σοκάκι, μυρίζει τσίκνα.
Κόκκινες Ανταύγειες φτεροκοπούν στον ορίζοντα.
Αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου
στο χαμάμ της άυλης απόλαυσης.
Με παρασέρνει το σκούρο δέρμα
κάτω από τεντωμένα τόξα της ουτοπίας.
Mουντό το απόγευμα
στης θλίψης τα ακατέργαστα δέρματα.
Στη δίνη της φαντασίας
η σκέψη ξεδιπλώνεται κάτω από τα χαλιά της.
Πώς να κλειστώ σ’ ένα κλουβί όταν ο ήλιος ξενυχτάει
και το φεγγάρι την μαύρη εσθήτα ντύνεται.
Όταν η θάλασσα σιγομουρμουρίζει το Ευαγγέλιο της λύπης.
Όταν η πείνα ρουφάει το αίμα της για να χορτάσει.
Αχ! Τι κόσμος είναι κι αυτός, να αλλάξει δεν μπορεί!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου