Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ

- Χρονικό οδοιπορικό, ένα Σαββάτο βράδυ του Οκτώβρη 2020 -
        
Τα βλέφαρά μου άρχισαν να βαραίνουν και να πέφτουν σαν τον ήλιο, που βυθίζεται βαθιά στην αγκαλιά της θάλασσας. Θαμπά τώρα βλέπω τις λέξεις, που άρχισαν να επαναστατούν. Ώρες τις ταλαιπωρώ κι αυτές άρχισαν να απομακρύνονται και να φωνάζουν, χοροπηδώντας μπροστά στα μάτια μου. «Άσε μας να ξεκουραστούμε επιτέλους». Ώρα να σταματήσω. Τα μάτια μου τσούζουν και η μέση μου άρχισε να μ’ ενοχλεί. Δέκα ώρες δεν είναι και λίγο!

     Δίπλα μου ένα κουτί, το ανοίγω χαρούμενος. Ένα ζευγάρι καινούργια, αθλητικά παπούτσια, ειδικά για περπάτημα, τ' αγόρασα χθες. Έχω καθιερώσει τώρα τελευταία έναν διαφορετικό τρόπο ζωής και μάλλον θα τον κρατήσω για πάντα. Επιβάλλεται για το αδυνάτισμα μου και φυσικά και για την υγεία μου. Υγιεινή διατροφή, περπάτημα μέρα παρά μέρα γύρω στα δέκα χιλιόμετρα και λίγη γυμναστική με όργανα. Το οινόπνευμα τέλος, τώρα πια μόνο πνεύμα είπα. Το αποτέλεσμα εντυπωσιακό: οκτώ κιλά σε σαράντα πέντε ημέρες. Αρχίζω και σκέπτομαι το νεανικό μου κορμί, βάζω δειλά στην άκρη του μυαλού μου την ουτοπία της επαναφοράς! Μετά Συνήλθα. Κοίτα να χάσεις κανένα κιλό, μονολόγησα, και άσε τις επίδοξες βλέψεις νεανικότητας.

     Φόρεσα την αθλητική μου εξάρτυση και τα καινούργια παπούτσια για να μπω στη διαδικασία της σωματικής μου ανασύστασης. Έφυγα, μα γύρισα αμέσως πίσω, μιας και ξέχασα να πάρω και ψιλά μαζί μου για τους πλανόδιους μουσικούς που συναντώ, για να τους ενισχύσω όσο μπορώ. Ασχολούμαι κι εγώ με τη μουσική και τους έχω ιδιαίτερη συμπάθεια. Τώρα, με τα μέτρα και με τον κορονοϊό, υποφέρουν όλοι οι καλλιτέχνες και πολλοί από αυτούς βγήκαν στους δρόμους για το μεροκάματο.

     Απολαμβάνω τη διαδρομή με γρήγορο περπάτημα, μέσα στα δέντρα, ξεκινώντας από την Καλλιθέα, όπου μένω. Στον Ιλισό, το γνωστό ποτάμι, που περνάει από την Καλλιθέα, υπάρχει ένας μεγάλος πεζοδρόμος - πάρκο, με ποδηλατοδρόμο, παιδικές χαρές, υπαίθρια όργανα γυμναστικής, γήπεδο μπάσκετ και 5 Χ 5 ποδοσφαίρου και όποιο είδος φυτού και δέντρου μπορείς να φανταστείς.

     Μυρίζω αρώματα και τέρπω τους οφθαλμούς μου με τα χρώματα των δέντρων. Τα γέρικα, που είναι πιο μεγάλα, απλώνουν τα χέρια τους και αγκαλιάζουν τα πιο μικρά, τα νεόφερτα, σαν στοργικοί γονείς τα παιδιά τους. Το φύσημα του αέρα τα ζωντανεύει κι αρχίζουν να λικνίζονται απαλά, να χορεύουν σκορπώντας ζωή με την ανασαιμιά τους. Ρίχνουν τη σκιά τους κάτω, σαν να θέλουν ν’ απλώσουν χαλί στο διάβα μου. Τα χαιρετώ και τους μιλώ. Τους λέω ότι με την προσφορά τους και τα στολίδια τους κάνουν ομορφότερη τη γη. «Ευχαριστώ, δεντράκια μου».

     Φυσικά έχω και στην παρέα μου, φιλόσοφους, ποιητές και ό,τι άλλο θέλει η ψυχή μου. Πώς; Ο μεγάλος γίγαντας της γνώσης, το διαδίκτυο, προσφέρει τα πάντα! Φοράω τα ακουστικά, επιλέγω και ακούσω συζητήσεις για κάποιον φιλόσοφο, για έναν ποιητή και ό,τι ενδιαφέρον πνευματικό βρω . Όπως λέει και η λαϊκή παροιμία, «με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια», αθλούμαι και μαθαίνω. «Νους υγιής εν σώματι υγιεί» έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.  Σήμερα επέλεξα να ακούσω για τον φιλόσοφο Ηράκλειτο. Άλλες φορές, όταν έχω έμπνευση, με φωνητική πληκτρολόγηση, καθώς περπατάω, γράφω ποιήματα ή κάποιο κείμενο και οτιδήποτε άλλο μου έρθει εκείνη τη στιγμή.

      Μετά από τρία χιλιόμετρα περπάτημα φτάνω ξεκούραστα στο Γκάζι. Τα παπούτσια τελικά βοήθησαν σε αυτό και είναι ό,τι πρέπει για περπάτημα. Φτερά είχαν. Τέλεια η επιλογή μου. Πόσο τυχερός είμαι σκέφτηκα. Πριν λίγες μέρες είχα ξαναδιαβάσει το Νο 31328 του Ηλία Βενέζη.  Αιχμάλωτος στους Τούρκους,  περπατούσε ξυπόλητος και χάρηκε τόσο πολύ, όταν βρήκε ένα κομμάτι τσουβάλι και το έκανε παπούτσι! 

     Περνάω από κάτω από τη γέφυρα Πουλόπουλου και ανηφορίζω παίρνοντας το πλακόστρωτο της οδού Ηρακλειδών. Αναρωτήθηκα πολλές φορές από πού πήρε το όνομα η οδός που περνάω συνέχεια. Το έψαξα και το βρήκα. Στην ελληνική μυθολογία και γενικότερα στην αρχαία Ελλάδα με τον όρο Ηρακλείδες αναφέρονται οι γιοι του Ηρακλή και οι απόγονοί τους. Νιώθω περήφανος, που περπατώ στον δρόμο των «απογόνων» και προγόνων μου. Σαν Αντώνιος και εγώ, όπως ο Μάρκος Αντώνιος, ο Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός, εραστής της Κλεοπάτρας, ισχυριζόταν ότι έλκει την καταγωγή του και το όνομά του από τον γιο του Ηρακλή, ντωνα, γεννήτορα των Ηρακλειδών Αντωνίων. «ν δ κα λόγος παλαις ρακλείδας εναι τος ντωνίους, π’ ντωνος παιδς ρακλέους γεγονότας», Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, «Αντώνιος». Μην απορείτε, όλα αυτά τα λέει κοτζάμ Πλούταρχος, αμφισβήτηση δεν θέλω καμία.

     Η οδός των «απογόνων» τελείωσε και αντικρίζω το «όγδοο» θαύμα του κόσμου! Η Ακρόπολη φανερώνεται μπροστά μου με τον επιβλητικό Παρθενώνα φωτισμένο, η μαγεία σ’ όλο το μεγαλείο της. Παίρνω το πλακόστρωτο της Αποστόλου Παύλου, αναρωτιέμαι τι δουλειά έχει αυτό το όνομα στον δρόμο κάτω από τον Παρθενώνα, θα τρίζουν τα… κόκκαλα του Δία και της Αθηνάς, αφού οι χριστιανοί δεν σεβάσθηκαν τον Παρθενώνα, με την μετατροπή του σε χριστιανική εκκλησία της  Παναγίας της Αθηνιώτισσας, με αποτέλεσμα να του κάνουν πολλές ζημιές.

      Το περίεργο είναι ότι τόσες φορές τον έχω δει και ποτέ δεν τον χορταίνω. Φαντάζομαι πόσο φτωχή θα ήταν η Αθήνα χωρίς αυτόν. Οι πρόγονοί μας άφησαν μεγάλη παρακαταθήκη στα γράμματα στις τέχνες και στον πολιτισμό. Λες και ήξεραν ότι από Έλληνες θα γίνουμε «Ελληνάρες». Με αυτό τον τρόπο φρόντισαν να απαλύνουν τις πληγές μας και πίσω από αυτό το μεγαλείο να κρύβουμε την κατάντια μας. Ευτυχώς που υπάρχουν σήμερα και κάποιοι ρομαντικοί σημαιοφόροι, που σηκώνουν τις πνευματικές σημαίες παρελαύνοντας στον μακρύ δρόμο της δημιουργίας και της πνευματικότητας. Όπως είπε και ο Οδυσσέας Ελύτης: «Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά»...

     Ανηφορίζω σιγά-σιγά και το τραγούδι από έναν υπαίθριο μουσικό, που παίζει αρμόνιο, αρχίζει να ακούγεται όλο και πιο δυνατά, το ρεπερτόριο μεγάλο, από Πουλόπουλο μέχρι Καζαντζίδη. Περνάς, αφήνεις τον οβολό σου, κάθεσαι απέναντι στο πεζούλι και απολαμβάνεις δωρεάν μουσική. Αν είσαι και καλλίφωνος παίρνεις και το μικρόφωνο, αλλιώς μην πλησιάσεις, τα θέλουμε τα αυτιά μας, καλύτερα από το πεζούλι και μακριά . Κοντοστάθηκα λίγο, άκουσα ένα τραγούδι που μου άρεσε. Έριξα και τον οβολό μου και ξεκίνησα πάλι το περπάτημα – άσκηση!

     Λίγα μέτρα παραπάνω μία ξανθιά κοπέλα τραγουδούσε μόνη της με καραόκε, όχι όμως καλά, από τον ένα θεατή που είχε το υποψιάστηκα, μα δεν άρεσε και σε μένα.

      Απέναντι ακριβώς ένα ζευγαράκι αγκαλιασμένο φιλιέται, γύρισα και το είδα κι από ντροπή σταμάτησαν. Η κοπέλα ήταν ομορφούλα και απόρησα πώς έδινε φιλιά σ’ αυτόν τον άσχημο. Δεν μου άρεσε καθόλου. Καλά, είπα μέσα στο μυαλό μου, δεν έχει γούστο αυτή η κοπέλα. Αλλά μετά σκέφτηκα καθώς προχωρούσα ότι ο καθένας έχει τον άνθρωπό του και με αυτόν νιώθει όμορφα. Έχουν βγει μαζί, κουβεντιάζουν και κάνουν όνειρα, νιώθουν ό ένας κοντά στον άλλον. Τελικά ο καθένας έχει τον δικό του άνθρωπο. Με αυτόν μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες της ζωής. Είναι που λέμε το αποκούμπι του. Ένιωσα τύψεις, σκέφτηκα και τη φάτσα μου και είπα μέσα μου ότι ήταν λάθος το σχόλιο, που έκανα. Εξάλλου η ομορφιά φεύγει και χάνεται μα ο πλούτος της καρδιάς μένει για πάντα. Ίσως να ζήλεψα και να έγινα κακός. Δεν βαριέσαι, ανθρώπινα τα πάθη. Κανείς τέλειος.

     Νεανικές παρέες και φοιτητές αγοράζουν μπύρες από το περίπτερο. Κάθονται σταυροπόδι γύρω-γύρω, πάνω στο πλακόστρωτο με πίτες, σουβλάκια, πατατούλες, και κάνουν το δικό τους γλέντι. Συζητούν, λένε ανέκδοτα, τραγουδάνε α καπέλα. Περνάνε όμορφα, παρεΐστικα, φθηνά και οικονομικά. Προσθέτουν στο κιτάπι τους κάποιες όμορφες αναμνήσεις με τη ξένοιαστη, νεανική ζωή. Ίσως να διαισθάνονται τι θα επακολουθήσει στο μέλλον βλέποντας την κατάσταση, που βιώνουμε, και προσπαθούν να ρουφήξουν και την τελευταία στάλα της ζωής.

     Εδώ που τα λέμε, έχουν πέσει όλα μαζί. Η κλεισούρα, η ανεργία, η αφραγκία και η θλίψη, που ρίχνει τον βαρύ ίσκιο της σκεπάζοντας τα χαμόγελα όλων και τη λάμψη στα πρόσωπά μας.

     Αμανές, μακρόσυρτο και πονετικό τραγούδι. Αυτό πήρε τα αυτιά μου μετά από λίγο. Ένα συγκρότημα έπαιζε παραδοσιακά τραγούδια και ένας με το ούτι του, Αιγύπτιος πρέπει να ήτανε, με σιγανή, γλυκιά φωνή τραγουδούσε έναν αμανέ. Καημός και δάκρυ, το πρόσωπό του ταλαιπωρημένο, με χαρακιές. Ο λυγμός που έβγαζε στο τραγούδι φανέρωνε τον νταλκά του. Δεν κατάλαβα τα λόγια, αλλά άγγιξε την ψυχή μου. Αυτό τελικά είναι η μουσική, η παγκόσμια γλώσσα του σύμπαντος. Δεν χρειάζονται να καταλαβαίνεις τα λόγια, οι νότες μπαίνουν μέσα στην ψυχή σου, στροβιλίζονται και δεν σε αφήνουν να ησυχάσεις, άλλες φορές σε προβληματίζουν, σε τέρπουν, κι άλλες φόρες σε χαϊδεύουν απαλά και σου ψιθυρίζουν στο αυτί, «αυτή είναι η μαγεία της μουσικής», σου λένε, «ταξίδεψε μαζί μας, ο κόσμος είναι πλημμυρισμένος με μελωδίες , αρκεί να την αφουγκραστείς».

     Όσο απομακρυνόμουνα, ο αμανές άρχισε να σβήνει σιγά-σιγά, μέχρι που δεν άκουγα τίποτα, αλλά το μουσικό μου ταξίδι το συνέχισε πιο κάτω ένας νεαρός με μία ηλεκτρική κιθάρα. Κοντοστάθηκα, έπαιζε όμορφα και τραγουδούσε υπέροχα. Έκανε και διάλογο με τους απέναντι, που καθόταν στα σκαλιά, σαν star σε συναυλία, όχι παίζουμε, τι τα έχουμε τα γαλόνια. Το ακροατήριο συμμετείχε μαζί του και φυσικά χειροκροτούσε. Τη στιγμή που περνούσα τραγουδούσε το «Imagine all the people living life in peace» (Φαντάσου όλους τους ανθρώπους να ζουν ειρηνικά) του Τζον Λένον. Κούνησα το κεφάλι μου και μπήκα σε σκέψεις.

     Πόσο αίμα έχει χυθεί για την ειρήνη, πόσα τραγούδια έχουν γραφτεί, τι αγώνες έχουν γίνει. Αναρωτιέμαι γιατί όλα πήγαν χαμένα, γιατί τίποτα δεν άλλαξε και όλα είναι ίδια όπως παλιά. Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι. Όλη η πρόοδος, ο πολιτισμός, η επιστήμη, γιατί δεν κατάφεραν να αλλάξου κάτι και να ζούμε όλοι ειρηνικά; Αναπάντητα ερωτήματα. Τελικά ο κόσμος είναι πάνω σε μία τεράστια σκακιέρα και οι λίγοι κινούν τα πιόνια και καθορίζουν το παιχνίδι για τους πολλούς, σύμφωνα με τα μέτρα τους. Έχουν δημιουργήσει συνθήκες τέτοιες, ώστε ο καταναλωτισμός να είναι το πρώτο μέλημά μας. Έχουμε πέσει στην παγίδα τους, μας κρατάνε κοιμισμένους με διάφορα μέσα και σπέρνουν τον φόβο για να κυβερνούν. Όλοι οι λαοί κάτι πρέπει να κάνουμε. Πότε επιτέλους θα ξυπνήσουμε και θ’ αντιδράσουμε;

     Μερικοί έχουν έρθει για να βγάλουν βόλτα τα σκυλάκια τους, τι να κάνουν και αυτά τα καημένα, δύσκολη ζωή σ’ ένα μπαλκόνι! Ευκαιρία για γνωριμίες και συναναστροφές. Συναντιούνται, μυρίζει το ένα το άλλο, όλα είναι φιλικά και δεν τσακώνονται. Ένας επίδοξος εραστής, σκύλος άστεγος και αλητάκος, προσπαθεί μπροστά στον κόσμο, σαν δε ντρέπεται, να κάνει μια όμορφη δεσποινιδούλα σκυλίτσα… κυρία. Ατίθαση αυτή δεν ενδίδει, σαν να του λέει «σιγά μην πάω εγώ, που είμαι από τζάκι, με τον πρώτο τυχόντα». Στη φύση τελικά όλα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Οι άρρενες, θα το καταλάβουν πιο εύκολα αυτό!

     Ο μπαχτσές έχει απ’ όλα. Λογής-λογής ζαρζαβατικά. Πάγκοι με μπιχλιμπίδια και ζωγραφιές, κάστανα και καλαμπόκι ψημένο.

     Απλωμένα καταγής πολλά βιβλία από έναν τύπο παράξενο, που μύριζε μπύρα. Βρήκα ένα βιβλίο του Βενέζη, με τίτλο Ώρα πολέμου.

 - Σπάνιο κομμάτι μου είπε.

   Δεν τον πίστεψα, να πουλήσει θέλει, σκέφτηκα.

- Πόσο κάνει; ρώτησα.

- Δυόμισι ευρώ, μου είπε.

  Και σπάνιο και πάμφθηνο, εδώ γελάμε, αναλογίστηκα πάλι.

- Πάρε πέντε, του είπα.

- Δεν έχω ρέστα.

- Δεν πειράζει δώσε μου ακόμα ένα.

     Μου προτείνει ένα μικρό βιβλίο για τον Ρήγα Βελεστινλή, δεν το είδα και πολύ καλά, αλλά ας βρίσκεται στη βιβλιοθήκη μου, είπα . Ένας μικρός φόρος τιμής από μένα, για τον μεγάλο δάσκαλο του γένους.

     Παρακάτω και απέναντι από τον Ιερό Ναό Αγίας Σοφίας Ακροπόλεως, το παιχνίδι άρχισε να χοντραίνει. Κανονική ορχήστρα με εφτά όργανα! Μπεντίρ, λίρα, βιολί, λαούτο, ούτι, κορνέτα, νταούλι, με όλους τους οργανοπαίχτες να τραγουδάνε παραδοσιακά τραγούδια, ηπειρώτικα, νησιώτικα, καρσιλαμάδες, απτάλικα. Το ακροατήριο εδώ μεγάλο. Κάθονται στα απέναντι σκαλιά γύρω-γύρω και πάρα πολλοί όρθιοι. Να ένας φθηνός τρόπος διασκέδασης.

     Ο καιρός, παρ’ όλο που είναι προς το τέλος του Οκτώβρη, δεν φυσάει καθόλου κι ούτε κάνει κρύο. Τρεις-τέσσερις χορεύουν και η παρέα πληθαίνει πολύ σύντομα. Ο ένας πιάνει το χέρι το άλλου. Ο κορονοϊός δεν έχει θέση εδώ, τα αποστειρωτικά καταργούνται κι οι μάσκες πέφτουν. Όλοι, περαστικοί, άγνωστοι μεταξύ τους, συμμετέχουν στη μέθεξη του χορού. Τι κι αν αύριο θα έχουμε απαγορευτικά μέτρα και θα πρέπει και στον δρόμο ακόμα να φοράμε μάσκες; Εδώ μιλάει η δίψα του ανθρώπου για ζωή, διασκέδαση, ελευθερία. Να πάνε τα φαρμάκια κάτω, βρε αδελφέ!

    Η διαδρομή έλαβε τέλος. Συμπλήρωσα τα πέντε χιλιόμετρα, ώρα να ξεκουραστώ για λίγο και ξανά πίσω. Ιδανικός τόπος το πεζούλι, όπου κάθονται και άλλοι, ακριβώς απέναντι από τον φωτισμένο Παρθενώνα. Είναι και μία ευκαιρία να γράψω τις σκέψεις μου, κάποια ποιήματα και στίχους, που εμπνεύστηκα στη διαδρομή, για να μην τα ξεχάσω. Την έχω πατήσει πολλές φορές. Σκέφτομαι κάτι κι όταν πάω σπίτι δεν θυμάμαι τίποτα. Άρα νόμος! Σημειώνεις εκείνη τη στιγμή, όταν σου έρχεται η έμπνευση, αλλιώς πάει το πουλάκι, πέταξε ψηλά στον ουρανό και αφήνει πίσω του πούπουλα και κουτσουλιές -σκόρπιες λέξεις-  που άντε μετά να τις ενώσεις και να ξαναγράψεις το σημαντικό κομμάτι που σκέφτηκες.

     Αφού σημείωσα τις σκέψεις μου, ικανοποιημένος, που όταν γυρίσω πίσω θα έχουν σωθεί και οι ποιητικές μου εμπνεύσεις και προπάντων, αφού ήταν και κάτω από την ενέργεια της Ακρόπολης, ίσως να έχω γράψει και κάποιο αριστούργημα.

     Μαγική η Ακρόπολη, φωτισμένη υπέροχα. Πολλές φορές τραβώ και κάποια φωτογραφία, αν μου αρέσει το σκηνικό, κανένα βολικό φεγγάρι, κάποιους ίσκιους, που κάνουν τη διαφορά. Ηρεμώ λίγο και συλλογιέμαι, απολαμβάνω το μέρος νιώθοντας δέος χωρίς να ξέρω γιατί. Βρίσκομαι στο κέντρο της Αθήνας και δεν ακούγεται ίχνος φασαρίας και αυτοκίνητα. Μία περίεργη ησυχία, λες και βγήκαν, θεοί και σοφοί στον βραδινό τους περίπατο κι όλοι μας εκστασιασμένοι κι αμίλητοι τους θαυμάζουμε.

     Ώρα να πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Σκοτείνιασε για τα καλά. Άλλα πέντε χιλιόμετρα ο γυρισμός. Κατηφορίζω κι όλα ίδια, τίποτα δεν άλλαξε, η μουσική, ο κόσμος, τα ζευγαράκια και το μυστήριο, που πλανιέται στον αέρα. Όλα κανονικά στη θέση τους. Μόνο αυτή η περίεργη ενέργεια, που νιώθεις όταν είσαι κοντά στην Ακρόπολη, μεταλλάσσονταν. Σε κάνει ν’ αλλάζεις μέσα σου και να αισθάνεσαι μιαν ανεξήγητη ευφορία.

     Τώρα, που η φύση ζωγράφισε με μπόλικο μαύρο χρώμα τον καμβά τ’ ουρανού, ο Παρθενώνας μου φαινόταν μέσα στο σκοτάδι, έτσι όπως ήταν φωτισμένος, σαν ν’ ανυψώθηκε ακόμα περισσότερο προς τα πάνω, σαν να ήθελε να πλησιάσει πιο κοντά τους θεούς και δεν ακουμπούσε πια στη γη.

     Έμοιαζε να ήταν κρεμασμένος απ’ τον ουρανό μ’ αόρατα σχοινιά και να αιωρείται σαν τεράστιο καντήλι, που σκορπά το φως του σ’ όλη την οικουμένη. Ένα φως εκτυφλωτικό, που στις αχτίδες του κουβαλάει τη σοφία όλου του κόσμου, αέναο και λαμπερό για αιώνες τώρα.


2 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό κείμενο φωτισμένο απο φως, χρώματα , σοφία ,πλούσιες εικόνες φωτισμένες απο την ψυχή και την ξεχωριστή πένα του αξιόλογου συγγραφέα ποιητή :Θαλασσέλη Αντώνη!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Imagine all the people να μην φείδονται του καλού και της αγαπητικής έκφρασης... Πάντα αγαπούσα τα οδοιπορικά γι αυτό κι έχω γράψει αρκετά και θα συνεχίσω να γράφω. Με συγκίνησε η προσέγγιση στην ιερή Ακρόπολη, στις υπαίθριες μπάντες, στα ξαπλωμένα βιβλία και θηλικά και άρρενες καταλαβαίνουν όταν έχουν ασχοληθεί με το μέσα τους λίγο περισσότερο. Η Μυτιλήνη τελικά μας έχει χαρίσει αρκετά όμορφα και ένα από αυτά είναι ο ποιητής Αντώνης Θαλασσέλης. Μπράβο για τις προτροπές αφύπνισης. ΑΝ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΕΝΑΣ, Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΑΣ, ΤΟΤΕ Θ΄ΑΛΛΑΞΕΙ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΒΟΗΘΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΣΤΗ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ ΑΥΤΗ!! Μπράβο

    ΑπάντησηΔιαγραφή