-Διήγημα-
Χάζευε τους περαστικούς, τους πλανόδιους πωλητές, τον
λαχειοπώλη που διαλαλούσε εκατομμύρια και τις στολισμένες βιτρίνες των
μαγαζιών. Πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν είσαι ελεύθερος -όταν όλα είναι φωτεινά,
γεμάτα χρώματα, χωρίς φόβο και μοναξιά, όπως ήταν τις προηγούμενες μέρες της
απαγόρευσης.
Ο καφές ήρθε, μα η χαρά του δεν κράτησε πολύ.
Ξεχνώντας πως φορούσε ακόμα τη μάσκα, πήγε να πιει μια γουλιά. Ο καφές χύθηκε
στο τραπέζι και στα ρούχα του. Έβγαλε βιαστικά τη μάσκα, σκουπίστηκε με μια
χαρτοπετσέτα και αφού ηρέμησε, κάθισε ξανά να απολαύσει τον καφέ του.
Στο
μυαλό του έκανε σχέδια για το μέλλον. Σε λίγο καιρό έπαιρνε το πτυχίο του και
θα έφευγε στο εξωτερικό με υποτροφία για μετεκπαίδευση. Αγαπούσε την Ελλάδα -ήταν
η χώρα που τον αγκάλιασε όταν έφτασε εδώ με την οικογένειά του, κυνηγημένος από
το καθεστώς της πατρίδας του. Ο μεγάλος του αδελφός είχε σκοτωθεί εκεί, και ο
πατέρας του πέθανε λίγο αργότερα, μην αντέχοντας τα βασανιστήρια. Ο Ιμπραήμ
ζούσε με τη μητέρα του και δούλευε όπου έβρισκε, για να ζήσουν με αξιοπρέπεια
και να συνεχίσει τις σπουδές του.
Μετά από πολλές δυσκολίες, κατάφερε να μπει στο
πανεπιστήμιο. Όνειρό του ήταν να επιστρέψει μια μέρα και να βοηθήσει με τις
γνώσεις του την Ελλάδα -τη χώρα που αγαπούσε, τη χώρα του πολιτισμού και της
ιστορίας. Δεν συμφωνούσε με τους άλλους συμφοιτητές
-που παρ’ όλο που ήταν Έλληνες μιλούσαν
με τόση περιφρόνηση για την πατρίδα τους. Τους άκουγε που την έβριζαν και που έλεγαν
ότι θα φύγουν και δεν θα ξαναπατήσουν πίσω. Με μελαχρινό, πολύ σκούρο δέρμα,
σγουρά μαλλιά και δυο μεγάλα, μαύρα μάτια που διψούσαν για ζωή, έκανε πολλά
όνειρα για το μέλλον του.
Αποφάσισε να κάνει έναν περίπατο στο πάρκο απέναντι
από την πλατεία να ξεσκάσει λίγο. Του άρεσε η φύση, τα
λουλούδια και το πάρκο προσφέρονταν γι’ αυτό. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνό του,
τον κάλεσε ο Γιάννης, φίλος του και συμφοιτητής του. Άρχισαν
να μιλούν και να κανονίζουν να συναντηθούν μετά από τόσες μέρες που
είχαν να τα πούνε. Σηκώθηκε και καθώς περπατούσε αφηρημένος μιλώντας στο
κινητό, συνειδητοποίησε ότι δεν φορούσε τη μάσκα του. Χαιρέτησε τον Γιάννη,
κλείνει το τηλέφωνο και έτρεξε γρήγορα πίσω στο τραπέζι, αλλά μάταια -το
γκαρσόνι την είχε πετάξει.
«Ας πάω στο φαρμακείο του κυρ Θωμά στην άλλη άκρη της
πλατείας να πάρω μάσκες», σκέφτηκε. «Και με την ευκαιρία, θα αγοράσω και τα φάρμακα
της άρρωστης μητέρας μου».
Άρχισε
να διασχίζει την πλατεία. Ένας ηλικιωμένος που καθόταν σε παγκάκι τον είδε να
περνάει χωρίς μάσκα. Με προκατάληψη και θυμό, από όλο αυτό που βιώνουμε και
ίσως από την ξενική του εμφάνιση, άρχισε να του φωνάζει δυνατά.
-
Καλά δεν ντρέπεσαι; Γιατί δεν φοράς μάσκα; θέλεις να μας κολλήσεις όλους; Μαζευτήκατε
όλοι στην Ελλάδα και το παίζετε έξυπνοι. Δεν σέβεστε τη χώρα που σας φιλοξενεί!
Μια
γυναίκα δίπλα του με ένα καροτσάκι και το μικρό παιδί της, ακούει τον ηλικιωμένο
και του φωνάζει και αυτή δυνατά:
-
Καλά σου λέει! Δεν ακούς, ντροπή σου! Έχουμε και μικρά παιδιά!
Ο
Ιμπραήμ κάθονταν ακίνητος, απορημένος χωρίς να μιλάει, κοιτώντας παράξενα. Ο ηλικιωμένος
παίρνοντας θάρρος, σήκωσε το μπαστούνι και το κουνούσε απειλητικά και άρχισε να του μιλάει έντονα, να τον
βρίζει και να του φωνάζει.
-
Καλά δεν ακούς που σου είπα να φορέσεις μάσκα; Ντροπή σου αλήτη!Εσείς οι ξένοι
μας τα φέρατε όλα και πάτε να μας πεθάνετε τώρα.
-
Συγγνώμη, κύριε, την ξέχασα στον καφέ. Πάω απέναντι να πάρω άλλη από το
φαρμακείο. Δεν είναι σωστό να με βρίζετε, είπε ο Ιμπραήμ ήρεμα.
-
Άσε τις δικαιολογίες αλήτη! του φωνάζει ο γέρος.
Περνώντας
και μια άλλη κυρία του επιτέθηκε επίσης και άρχισε να του φωνάζει:
-
Ντροπή σου!Γιατί δεν φοράς μάσκα; Το παίζετε έξυπνοι όλοι σας και δεν σέβεστε
τίποτα! Εμείς κορόιδα είμαστε;
Ένα
τσούρμο νεαροί που ήταν στην πλατεία και είδαν το σκηνικό άρχισε να φωνάζει
ρυθμικά:
-
Βάλε τη μάσκα! Βάλε τη μάσκα!
Άρχισαν
να τρέχουν προς μέρος του με αλαλαγμούς, προφανώς κάνοντας χαβαλέ. Το πήραν
στην Πλάκα όλο αυτό το γεγονός και συνεχώς φώναζαν:
-
Βάλε τη μάσκα! Βάλε τη μάσκα!
Ο
Ιμπραήμ τρομοκρατήθηκε. Βλέποντας όλους να έρχονται προς το μέρος του και καθώς
ήταν και τόσοι πολλοί φοβήθηκε μην τον χτυπήσουν και άρχισε να τρέχει γρήγορα. Αφορμή βρήκαν οι
νεαροί και άρχισαν να τον κυνηγούν γελώντας και φωνάζοντας, «Βάλε τη μάσκα! Βάλε τη μάσκα!». Πίσω τους και ο ηλικιωμένος με το μπαστούνι, η
γυναίκα με το καροτσάκι, και διάφοροι αργόσχολοι που βρέθηκαν στην πλατεία.
Όλοι καταδίωκαν τον Ιμπραήμ.
Στον
δρόμο όσοι περνούσαν και είδαν όλο αυτό το σκηνικό, μερικοί από αυτούς μπήκαν
στο τσούρμο, άλλοι από περιέργεια, άλλοι από πλάκα και άλλοι γιατί έμαθαν τον
λόγο. Λίγο παρακάτω δύο αστυνομικοί, ευτραφείς, που είδανε τόσο κόσμο να κυνηγάει
ένα άτομο, μπήκαν και αυτοί στο παιχνίδι και άρχισαν να σφυρίζουν χωρίς να
ξέρουν γιατί, έτσι από συνήθεια και για να επαναφέρουν την τάξη. Καταϊδρωμένοι
και τελευταίοι ασθμαίνοντας, κυνηγούσαν και αυτοί τον Ιμπραήμ.
Ο
Ιμπραήμ τα είχε χαμένα, τρομαγμένος και φοβισμένος δεν ήξερε τι να κάνει, άκουγε
τις φωνές του πλήθους, τις σφυρίχτρες των αστυνομικών και πανικοβλημένος προσπαθούσε
να ξεφύγει .
Σκέφτηκε
να περάσει κάθετα τη Λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας που ήταν μπροστά του, μήπως
και γλίτωνε. Το φανάρι ήταν πράσινο για τους πεζούς, αλλά κουρασμένος όπως ήταν
και μέχρι να φτάσει ως εκεί άναψε κόκκινο. Έτρεξε απελπισμένος και τολμώντας,
χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε τρέχοντας να διασχίζει τη διάβαση. Τα αυτοκίνητα όμως
ήδη είχαν ξεκινήσει. Ένα από αυτά πήγαινε κατ’ ευθείαν πάνω του. Μόλις πρόλαβε
και πάτησε φρένο.
Το
φρενάρισμα ακούστηκε εκκωφαντικό, προκαλώντας αναστάτωση. Ο Ιμπραήμ,
σαστισμένος, γύρισε απότομα για να δει τι συνέβαινε και να προστατευτεί.
Παραπάτησε και σωριάστηκε βίαια στο οδόστρωμα. Ο βαρύς ήχος της πτώσης του
θύμισε τσουβάλι παραγεμισμένο που πέφτει με δύναμη στο χώμα. Χτύπησε πρώτα με
την πλάτη και ύστερα με το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ένας δυνατός γδούπος
ακούστηκε, τόσο έντονος που έμοιαζε σαν να άνοιξε το κεφάλι του στα δύο.
Ο
Ιμπραήμ, ακίνητος με τα μάτια ανοιχτά, κοιτούσε ασάλευτος τον ήλιο, που έπαιζε κυνηγητό
με το μοναδικό άσπρο συννεφάκι στον ουρανό. Ήταν η τελευταία φορά που τον
αντίκριζε!
Εν
τω μεταξύ το πλήθος, που είχε φτάσει εκεί πάγωσε, σαστισμένο δεν έβγαζε μηλιά. Απόλυτη
σιωπή απλώθηκε παντού. Βουβάθηκε η πλάση και μια απόλυτη ηρεμία επικρατούσε. Μόνο
το γάβγισμα ενός σκύλου ακουγότανε από μακριά, λες και διαισθάνονταν την οσμή
του θανάτου που πλανιόταν στον αέρα.
Σαστισμένος
ο οδηγός του αυτοκίνητου, έκανε τον σταυρό του, που πρόλαβε και φρενάρισε. Βγαίνει
έξω από το αυτοκίνητο και φωνάζει δυνατά σπάζοντας την ησυχία.
-
Τι έγινε ρε παιδιά; Τι έκανε; Ουφ,
παραλίγο να τον χτυπήσω και να βρω τον μπελά μου. Ευτυχώς που πρόλαβα και σταμάτησα.
Γιατί τον κυνηγάτε κλέφτης είναι, έκλεψε κάτι, έκανε κάποιο έγκλημα;
Κι
όλοι του απάντησαν με μια φωνή:
-
Δεν φόραγε μάσκα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου