Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

-Διήγημα-                                                                                                                                              

           Με κέφια ξύπνησε σήμερα το πρωί ο Ιμπραήμ. Μετά από ένα μήνα εγκλεισμού, λόγο κορονοϊού, είπε να  βγει έξω να ξεσκάσει. Φόρεσε τη μάσκα του και ξεκίνησε για την βόλτα του. Μια όμορφη καφετέρια στην άκρη της πλατείας ήταν το στέκι του. Όλα τα βρήκε όπως τα άφησε. Παρήγγειλε το καφέ του και κάθισε αναπαυτικά να τον απολαύσει. Χάζευε τριγύρω τους περαστικούς, τους πλανόδιους πωλητές, τον λαχειοπώλη  να διαλαλεί τα εκατομμύρια και τις βιτρίνες των μαγαζιών. Πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν είσαι ελεύθερος. Όταν όλα είναι στολισμένα και χαρούμενα και όταν  δεν επικρατεί φόβος και ερημιά, όπως ήταν τις προηγούμενες μέρες της απαγόρευσης.

        Ο καφές ήρθε αλλά η χαρά του δεν κράτησε πολύ, ξεχνώντας ότι έχει τη μάσκα στο στόμα του, πήγε να  ρουφήξει μια γουλιά, με αποτέλεσμα να τρέξουν οι καφέδες πάνω στο τραπέζι και στα ρούχα του. Βγάζει τη μάσκα, σκουπίζετε με μία χαρτοπετσέτα και αφού ηρέμησε, κάθισε να απολαύσει τον καφέ του. Έκανε σχέδια  για το μέλλον του αφού σε λίγο παίρνει το πτυχίο του και θα έφευγε στο εξωτερικό  με υποτροφία για μετεκπαίδευση. 

       Αγαπούσε την Ελλάδα, ήταν η χώρα που τον αγκάλιασε. Πριν χρόνια ήρθε κυνηγημένος από το καθεστώς της χώρας του, με την οικογένεια του και ζήτησαν πολίτικο άσυλο. Ο μεγάλος του αδελφός σκοτώθηκε στη πατρίδα του και ο πατέρας του μετά από λίγο καιρό πέθανε, δεν άντεξε η καρδιά του από τα πολλά βασανιστήρια. Ζούσε με τη μητέρα του και δούλευε όποια δουλειά  έβρισκε, για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα, να ζήσουν με αξιοπρέπεια  και να συνεχίσει και τις σπουδές του. 

       Αφού ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες, κατάφερε και έδωσε εξετάσεις και μπήκε στο πανεπιστήμιο να σπουδάσει. Σκοπός του ήταν, να γυρνούσε πίσω, να βοηθήσει με τις γνώσεις που θα αποκτούσε την Ελλάδα, που αγαπούσε και θαύμαζε την ιστορία και το πολιτισμό της. Δεν συμφωνούσε με τους άλλους συμφοιτητές  -που παρ’ όλο που ήταν Έλληνες- την έβριζαν και έλεγαν ότι θα φύγουν και δεν θα ξαναπατήσουν πίσω. Μελαχρινός με πολύ σκούρο δέρμα και σγουρά μαλλιά, με δύο τεράστια μαύρα μάτια, που διψούσαν για ζωή, γεμάτος όνειρα για το μέλλον του.

       Σκέφτηκε να κάνει μία βόλτα στο απέναντι πάρκο που ήτανε κοντά στην πλατεία να ξεσκάσει λίγο, του άρεσε η φύση, τα λουλούδια και το πάρκο προσφέρονταν γι’ αυτό. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο του, τον κάλεσε ο Γιάννης, φίλος του και συμφοιτητής του κι άρχισαν να μιλάνε και να προγραμματίζουν μια συνάντηση. Τόσες ημέρες είχανε να τα πούνε. Σηκώθηκε αφηρημένος και συνέχισε να μιλά στο κινητό του τηλέφωνο. Περπάτησε για πολύ λίγο. Αντιλαμβάνεται όμως ότι δεν φόραγε τη μάσκα του, τρέχει γρήγορα πίσω, κοιτάει στο τραπεζάκι του μα πουθενά η μάσκα. Την είχε πετάξει το γκαρσόν.

       Ας πάω, σκέφτηκε, στην άλλη άκρη της πλατείας πού είναι το φαρμακείο του κυρ Θωμά, να αγοράσω μερικές μάσκες και με τη ευκαιρία να πάρω και τα φάρμακα της άρρωστης μητέρας μου. Αφού κλίνει το τηλέφωνο του και χαιρετάει το φίλο του Γιάννη, άρχισε να διασχίζει την πλατεία. Ένα ηλικιωμένος κύριος που κάθονταν σ’ ένα παγκάκι, τον βλέπει να περνάει από πολύ κοντά του χωρίς μάσκα. Προκατειλημμένος από όλο αυτό που βιώνουμε και ίσως από την ξενική του εμφάνιση , του φωνάζει δυνατά.    

- Καλά δεν ντρέπεσαι, γιατί δεν φοράς μάσκα, θέλεις να μας κολλήσεις όλους. Μαζευτήκατε όλοι στην Ελλάδα και το παίζετε έξυπνοι. Δεν σέβεστε τη χώρα που σας φιλοξενεί.

Δίπλα ήταν μία κυρία με ένα καροτσάκι και μέσα το μικρό της παιδί. Ακούει τον ηλικιωμένο  και του λέει κι αυτή δυνατά.

- Καλά σου λέει δεν ακούς, ντροπή σου, έχουμε και μικρά παιδιά.

        Ο Ιμπραήμ κάθονταν ακίνητος και απορημένος χωρίς να μιλάει κοιτώντας παράξενα. Ο ηλικιωμένος περνώντας θάρρος, σήκωσε το μπαστούνι και το κουνούσε απειλητικά.   Άρχισε να του μιλάει έντονα, να τον βρίζει και να του φωνάζει.

- Καλά δεν ακούς που σου είπα να φορέσεις μάσκα. Ντροπή σου αλήτη, εσείς οι ξένοι μας τα φέρατε όλα και πατέ να μας πεθάνετε τώρα.

- Συγνώμη κύριε του λέει ο Ιμπραήμ. Την ξέχασα στον καφέ και πάω απέναντι να πάρω από το φαρμακείο, δεν είναι σωστό να με βρίζετε.

- Άσε τις δικαιολογίες αλήτη, του φωνάζει ο γέρος.

Περνώντας και μια άλλη κυρία άρχισε και αυτή να του φωνάζει.

- Ντροπή σου. Γιατί δεν φοράς μάσκα. Το παίζετε έξυπνοι όλοι σας, εμείς κορόιδα είμαστε.

         Ένα τσούρμο νεαροί που ήταν απέναντι και είδαν το περιστατικό άρχισαν να φωνάζουν και να τρέχουν προς μέρος του με αλαλαγμούς, προφανώς κάνοντας χαβαλέ . Το πήραν στην Πλάκα όλο αυτό το γεγονός και άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά όλοι μαζί.

- Βάλε τη μάσκα - βάλε τη μάσκα!

       Ο Ιμπραήμ τρομοκρατήθηκε, που είδε να έρχονται όλοι κατά πάνω του. Είδε που ήταν και τόσοι πολλοί και φοβισμένος μην τον χτυπήσουν, άρχισε να τρέχει γρήγορα. Αφορμή βρήκαν οι νεαροί και άρχισαν να τον κυνηγούν φωνάζοντας, βάλε τη μάσκα - βάλε τη μάσκα! Από πίσω ο ηλικιωμένος κύριος με σηκωμένο μπαστούνι κουτσαίνοντας, η γυναίκα που τον έβριζε και κάποιοι αργόσχολοι, που ήταν εκείνη την ώρα στη πλατεία. Όλοι άρχισαν να κυνηγούν τον Ιμπραήμ.

       Στο δρόμο όσοι περνούσαν και είδαν όλο αυτό το σκηνικό, μερικοί από αυτούς μπήκαν στον τσούρμο, άλλοι από περιέργεια, άλλοι από πλάκα και άλλοι γιατί έμαθαν το λόγο. Λίγο παρακάτω δύο αστυνομικοί, ευτραφείς, που είδανε τόσο κόσμο να κυνηγάει ένα άτομο, μπήκαν και αυτή στο παιχνίδι και άρχισαν να σφυρίζουν χωρίς να ξέρουν γιατί, έτσι από συνήθεια και για να επαναφέρουν την τάξη. Καταϊδρωμένοι και τελευταίοι ασθμαίνοντας, κυνηγούσαν και αυτοί τον Ιμπραήμ.

         Ο Ιμπραήμ τα είχε χαμένα, τρομαγμένος και φοβισμένος δεν ήξερε τι να κάνει, άκουγες τις φωνές του πλήθους, τις σφυρίχτρες των αστυνομικών και πανικοβλημένος σκέφτηκε να περάσει κάθετα τη Λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας που ήταν μπροστά του, μήπως και γλίτωνε. Το φανάρι ήταν πράσινο για τους πεζούς, αλλά κουρασμένος όπως ήταν και μέχρι φτάσει ως εκεί άναψε κόκκινο. Έτρεξε απελπισμένος και τολμώντας, χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε τρέχοντας να διασχίζει τη διάβαση. Τα αυτοκίνητα όμως ήδη είχαν ξεκινήσει. Ένα από αυτά πήγαινε κατ’ ευθείαν πάνω του. Μόλις πρόλαβε και πάτησε φρένο.

        Το φρενάρισμα ακούστηκε τρομακτικά  δυνατό. Σαστισμένος ο Ιμπραήμ γύρισε απότομα να δει και να προφυλαχτεί. Παραπατάει και πέφτει απότομα κάτω στο άσφαλτο. Ένας βαρύς ήχος ακούγεται, όπως πέφτει ένα παραγεμισμένο τσουβάλι στο χώμα. Χτυπάει στην άσφαλτο με την πλάτη και μετά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Το χτύπησε τόσο δυνατά, που ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος, που νόμιζες ότι άνοιξε στα δυο.

      Ο Ιμπραήμ ακίνητος με τα μάτια ανοιχτά, κοιτούσε ασάλευτος τον ήλιο, που έπαιζε κυνηγητό με το μοναδικό άσπρο συννεφάκι στον ουρανό. Ήταν η τελευταία φορά που τον αντίκριζε! Εν τω μεταξύ όλο το πλήθος, που είχε φτάσει εκεί, σαστισμένο δεν έβγαζε μηλιά. Απόλυτη σιγή απλώθηκε παντού. Βουβάθηκε η πλάση και μια απόλυτη ηρεμία επικρατούσε. Μόνο το γαύγισμα ενός σκύλου ακουγότανε από μακριά,  λες και διαισθάνονταν την οσμή του θανάτου που πλανιόταν στον αέρα.

       Σαστισμένος ο οδηγός του αυτοκίνητου, έκανε το σταυρό του, που πρόλαβε και φρενάρισε. Βγαίνει έξω από το αυτοκίνητο και φωνάζει δυνατά σπάζοντας την ησυχία.

- Τι έγινε ρε παιδιά, τι έκανε; Ουφ, παραλίγο να βρω τον μπελά μου. Ευτυχώς που πρόλαβα και σταμάτησα. Γιατί τον κυνηγάτε κλέφτης είναι, έκλεψε κάτι, έκανε κάποιο έγκλημα;

Κι όλοι του απάντησαν μ’ ένα στόμα.

- Δεν φόραγε μάσκα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου