Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΗ ΜΕΡΑ

 Διήγημα


-  Καλημέρα Ιάσονα, ποιητή μου, τι κάνεις καιρό έχουμε να σε δούμε.                                                     

 -  Έρωσθε Φαίδωνα! Γεράσαμε βλέπεις, έχω προβλήματα υγείας, έκανα και κάποιες εξετάσεις κι όλα αυτά με καθυστέρησαν, για αυτό και άργησα να έρθω στο βιβλιοπωλείο σου.

 -  Δεν πειράζει, αν και μου έλειψες, χαίρομαι που είσαι καλά.

 -  Τι έγινε, πώς πάνε τα βιβλία, αγοράζει ο κόσμος, βγήκε κάποια καινούργια έκδοση;

 -  Ξέρεις τι συμβαίνει με τα βιβλία, μ’ όλα αυτά τα προβλήματα που έχουμε, ο κόσμος δεν αγοράζει κι ούτε διαβάζει όπως παλιά. Πρέπει κάτι να γίνει, να βοηθήσει και μας τους βιβλιοπώλες το κράτος. Έτσι όπως πάμε θα κλείσουμε, τα έξοδα πολλά.

 -  Το βιβλιοπωλείο Φαίδωνα για μένα είναι χώρος πνεύματος και πολιτισμού. Αυτή τη μαγεία που προσφέρει με τα βιβλία, δεν μπορείς να τη βρεις πουθενά, τέρπει την ψυχή σου, το μυαλό σου. Ταξιδεύεις και αισθάνεσαι όμορφα, έχει νόημα η ζωή σου. Πως και πως περίμενα να αισθανθώ καλύτερα για να έρθω εδώ. Δεν έβλεπα την ώρα!

 -  Μακάρι να ήταν να ήταν όλοι σαν και σένα και να αγαπάνε το βιβλίο.

 -  Ε, τι να κάνουμε Φαίδωνα έχουμε και εμείς τα «ελαττώματά» μας, καλά ή κακά δεν ξέρω.

 -  Να σου πω κι ένα ευχάριστο, η ποιητική σου συλλογή πάει πολύ καλά.

 -  Ήρθα και γι ’αυτό το λόγο, μα ποιο πολύ να κάνω το σεργιάνι μου μέσα στο ολάνθιστο βιβλιόκηπο σου. Να μυρίσω το μελάνι, το χαρτί και ν’ αρχίσουμε και τη πνευματική μας κουβέντα όπως πάντοτε.

 -  Σε πεθύμησα Ιάσονα μου. Ξέρω πόσο αγαπάς τα βιβλία και τη λογοτεχνία. Σε θαυμάζω, είσαι σπουδαίος ποιητής. Μου έλειψες και εμένα, σε περίμενα και εγώ να ‘ρθεις.

 - Και εγώ σε θαυμάζω αγαπητέ μου Φαίδωνα. Κανείς δεν μπορεί να σου παραβγεί στις γνώσεις.  Έχεις διαβάσει του κόσμου τα βιβλία. Μια κινητή εγκυκλοπαίδεια είσαι!  

 -  Έλα τα παραλές.

 -  Μου αρέσει να κάνω παρέα με διαβασμένους ανθρώπους και να ακούω τη γνώμη τους.

 -  Σε ευχαριστώ Ιάσονα, με τιμούν τα λόγια σου.

 - Εδώ είναι το στέκι μου Φαίδωνα, το βιβλιοπωλείο σου και εσύ τόσα χρονιά το φιλαράκι μου.

-  Με κάνεις και ντρέπομαι, δεν είμαι δα και τόσο σπουδαίος.

 - Πολλές ποιητικές συλλογές βλέπω με υπερρεαλισμό .

 - Ε τι να κάνουμε Ιάσονα μου, παρόλο που στην αρχή, λοιδορήθηκε και καταπολεμήθηκε, τελικά επικράτησε.

 -  Ο André Breton, ο θεμελιωτής του υπερρεαλισμού, τελικά δικαιώθηκε.

 - Ναι έχεις δίκιο, ακόμα και στην Ελλάδα Φαίδωνα ήρθε κατά κάποιο τρόπο νωρίς. Το 1930, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή ενός αγνώστου, ακόμα και σήμερα ποιητή, του Θεόδωρου Ντόρρου με τίτλο Στου γλυτωμού το χάζι,  που ο Μέντζελος τον χαρακτήρισε  ως υπερρεαλίζοντα  Έλληνα λογοτέχνη..

 - Ναι Ιάσονα την έχω διαβάσει, τότε αν θυμάμαι καλά, την ίδια χρονιά, βγήκε και μια μικρή πρόζα του Γιάννη Μπεράτη, με τίτλο Διασπορά, με υπερρεαλισμό.

 -  Επίσης Φαίδωνα το 1931 οργανώθηκε από το περιοδικό Λόγος, που διεύθυνε ο Άγγελος Τερζάκης, η ιστορική διάλεξη του Δημήτρη Μεντζέλου για τον υπερρεαλισμό.

 -  Μην ξεχνάς και το 1935, ο Αντρέας Εμπειρίκος μίλησε για τον υπερρεαλισμό και συγχρόνως κυκλοφόρησε και την πρώτη του υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή, με τίτλο Υψικάμινος, που τάραξε τα νερά και συζητήθηκε πολύ.

 -  Αν θυμάμαι καλά Φαίδων, τότε ήταν που πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα ο Οδυσσέας Ελύτης, που και αυτός μετά ακλούθησε τον υπερρεαλισμό.

 - Κι ο Εγγονόπουλος και τόσοι άλλοι. Αλλά και μετά, η πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά, θα ακολουθήσει τον υπερρεαλισμό και θα γραφτούν πολλά ποιήματα μέχρι τις μέρες μας . Όπως άλλωστε το διαπίστωσες και σήμερα.

 -  Μεγάλη όμως ήταν τότε η επίθεση από τους φιλολογικούς κύκλους κατά του υπερρεαλισμού, σε σημείο να υπερέβη τα όρια μιας απλής διαμάχης.

 - Τελικά Ιάσονα και εδώ λειτούργησε ο άγραφος νόμος «ότι πολεμιέται επικρατεί!».

 -  Με την κουβέντα Φαίδωνα δεν κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα, θα με περιμένει η γυναίκα μου για φαγητό.

 -  Ναι είδες, πάντα έτσι συμβαίνει, ξεχνιόμαστε, αλλά είχαν πολύ ενδιαφέρον όλα αυτά που κουβεντιάσαμε.

 - Να σε αφήσω τώρα, σε τέσσερις μέρες μπαίνω στο νοσοκομείο για μία εγχείρηση και θα ξανάρθω όταν αναρρώσω. Γεια σου.

 -  Σε χαιρετώ και σ’ ευχαριστώ που με θυμάσαι. Καλή επιτυχία και καλή αντάμωση.

 

                                                                  ***


Μετά από δύο μήνες ο Ιάσονας είχε αναρρώσει από την εγχείρηση κι όλα πήγαν καλά. Δεν τον χωρούσε το σπίτι, νοστάλγησε το βιβλιοπωλείο και το φίλο του Φαίδωνα. Πεθύμησε το δικό του στέκι. Ξεκίνησε πρωί – πρωί για το βιβλιοπωλείο, όταν ακόμα ο ήλιος δειλά ανηφόριζε στον ουρανό και έστελνε στις ακτίνες του κάτω στη γη. Ζέσταινε την μέρα και έκανε τις πρωινές δροσοσταλίδες στα φύλλα των δέντρων να λαμπυρίζουν σαν μικρά φωτάκια, που στόλιζαν με περίσσια χάρη τα δέντρα της πόλης σ’ αυτό το ηλιόλουστο πρωινό .

 «Να μας δώσει και λίγο ο ήλιος, μονολόγησε, η βιταμίνη D, είναι σημαντική για την υγεία μας, μου το είπε κι ο γιατρός»

            Μετά από λίγη ώρα πλημυρισμένος από χαρά έφτασε κοντά, στρίβει στην επόμενη γωνία, που ήταν το βιβλιοπωλείο, αλλά παραξενεύτηκε. Δύο μήνες έλειψα, μονολόγησε και τα ξέχασα όλα. Πώς γίνεται και ήρθα σε λάθος μαγαζί; Το μάτι του έψαχνε τη οδό και στον αριθμό να σιγουρευτεί, κι όμως ήταν η διεύθυνση του βιβλιοπωλείου του Φαίδωνα. Άλλα τώρα πια το βιβλιοπωλείο έλλειπε και στη θέση του υπήρχε ένα πολυτελή καφέ, μιας γνωστής αλυσίδας, με πρόχειρο φαγητό. Τρόμος τον έπιασε, νόμιζε πως ονειρευότανε. Η γη χάθηκε κάτω από τα πόδια του. Ζαλίστηκε και τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Γρήγορα έτρεξε με αγωνία στο διπλανό κουρείο, εκεί που ξυριζότανε κάθε Σαββάτο .

 -  Καλημέρα Πέτρο, τι έγινε εδώ; Το βιβλιοπωλείο, ο Φαίδωνας που πήγαν; 

 -  Άστα Ιάσονα, του κάνανε έξωση, χρωστούσε πολλά ενοίκια. Δεν μπορώ να στο περιγράψω σε την κατάσταση ήταν εκείνη τη στιγμή, που να τον έβλεπες.

 -  Και τώρα που είναι ο Φαίδωνας ξέρεις;

 -  Θα σε στεναχωρήσω, τον χάσαμε. Δεν άντεξε, έπαθε ένα καρδιακό επεισόδιο και αυτό ήταν, τέλος!

        Ο κόσμος έσβησε γύρω του, τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν, η παλιά του συντροφιά, το φιλαράκι του ο Φαίδωνας, το στέκι που πέρασε τόσες όμορφες στιγμές δεν υπήρχε πια. Όλα άλλαξαν, όλα χάθηκαν. Δεν ήθελε να το πιστέψει, ξαναπήγε στον καφέ δίπλα μήπως είχε κάνει λάθος για να σιγουρευτεί. Τίποτα! Ο κόσμος γύρω καθόταν στα τραπεζάκια και απολάμβανε τον καφέ του. Εκεί που παλιότερα άνοιγαν τα βιβλία και ρουφούσαν γνώση, τώρα χαλαρά όλοι αμέριμνοι απολάμβαναν τον καφέ τους.

 Παρήγγειλε ένα καφέ για να συνέλθει και κάθισε σε ένα τραπεζάκι συλλογισμένος.

         Έκλεισε τα μάτια του για να νιώσει την ψευδαίσθηση πως θα ξαναέβλεπε τις γνώριμες  φιγούρες και τα καλοσυνάτα χαμόγελά τους. Φαντάζονταν πως περιπλανιόταν μέσα στο βιβλιοπωλείο και κοίταζε τα ράφια με τα υπέροχα βιβλία. Έβλεπε τον Φαίδωνα να τον καλωσορίζει, να τον χτυπάει στην πλάτη και να του λέει «Καλώς ήρθες ποιητή μου».

       Την όμορφη στιγμή της εικονικής περιήγησης τη διάκοψε ένα κοριτσάκι, που ζητιάνευε ζητώντας του λεφτά. Ξύπνησε από το λήθαργο και επανήλθε στη σκληρή πραγματικότητα. Με λύπη έβλεπε τώρα, εκεί που ήταν τα ράφια, με τα βιβλία της φιλοσοφίας, υπήρχαν  δύο μεγάλοι σκουπιδοτενεκέδες. Τη θέση του γραφείου του Φαίδωνα την είχε πάρει ένας πάγκος με τυριά, σαλάμια και μαρούλια για τα σάντουιτς. Ένα σφίξιμο ένιωσε στην καρδιά του, δεν μπορούσε ακόμα να το χωνέψει. Του φαίνονταν απίστευτο αυτό που βίωνε.

            Απαράδεκτο, σκέφτηκε οργισμένος, θα πάω να βρω τον υπουργό, θα του απαιτήσω να βγάλει νόμο να μην κλείνουν βιβλιοπωλεία. Δεν είναι κατάσταση αυτή, χάνεται ο πολιτισμός μας, αλλά έτσι όπως είναι τα πράγματα, αμφιβάλλω αν θα με καταλάβει κανείς.

 Δίπλα του ήταν ένα ζευγάρι φοιτητές, κατά σύμπτωση μιλούσαν για βιβλία.

 -  Ναι μωρέ καλό είναι αυτό το βιβλίο, λέει ο νεαρός, θα το παραγγείλω από το ίντερνετ, ποιος να κάθεται να διαβάζει τώρα, έχε χάρη που το χρειάζομαι για την πτυχιακή μου.

 -  Πού να τρέχεις τώρα σε βιβλιοπωλεία, απαντά το κορίτσι. Αραχτός στον καναπέ και σου έρχεται σπίτι.

 Πώς άλλαξαν όλα σκέφτηκε Ιάσονας, με αυτά που άκουσε.

        Άντε να δώσεις τώρα στα νέα παιδιά να καταλάβουν τι σημασία και την προσφορά του βιβλιοπωλείου στον ελληνικό πολιτισμό. Αποξενωμένοι στον καναπέ με παρέα τους μία οθόνη νομίζουν ότι ζουν. Πόσους ανθρώπους είχα γνωρίσει σε αυτό το βιβλιοπωλείο, πόσες συζητήσεις είχαμε κάνει, πόσους τσακωμούς για το ποιος είναι πιο καλός συγγραφέας ή ποιητής, για τις ιδέες μας, για την κατάσταση που επικρατούσε και για ό,τι άλλο έφερνε η κουβέντα της στιγμής. Μία μικρή Βουλή το βιβλιοπωλείο που έκρινε, επευφημούσε και «έδινε λύσεις» στα καυτά προβλήματα της εποχής!

        Άλλη ομορφιά έχει η παρέα, τα ζωντανά λόγια . Κοιτάς τον άλλον στα μάτια, βλέπεις τη φλόγα του, το πάθος του να υποστηρίζει τις ιδέες του. Εσύ προσπαθείς με τα δικά σου επιχειρήματα να τον πείσεις ότι η γνώμη σου είναι ποιο σωστή. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα χώρο πού σε πλημυρίζει η μυρωδιά του χαρτιού, με τα βιβλία να σε περιμένουν να τα ανοίξεις και να ταξιδέψεις στους άπλετους ουρανούς της γνώσης.

 Η ώρα πέρασε με όλα αυτά που θυμόταν. Η σκέψη του όμως ήταν συνέχεια στον Φαίδωνα.

       Α ρε φιλαράκι μου, πόσο πεθύμησα την παρέα σου. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή σου και ζήτησε Του, να σε βάλει στο βιβλιοπωλείο του παραδείσου. Εκεί θα έρθω να σε βρω, πάλι θα είμαστε μαζί. Περίμενέ με, κράτα τη θέση μου, εκεί που πάντα καθόμουνα. Ξέρεις εσύ.

       Ο Κόσμος γύρω του τώρα άδειος, τίποτα δεν είχε σημασία γι αυτόν. Ξεκίνησε για το σπίτι του συλλογισμένος. Μια κυρία φορτωμένη ψώνια με πολλές σακουλές στα χέρια της πέρασε και τον έσπρωξε, δεν της έδωσε σημασία. Ο λαχειοπώλης του έδειχνε το τελευταίο και τυχερό λαχείο και οι κόρνες των αυτοκινήτων ηχούσαν δυνατά. Τίποτα δεν άκουγε, όλα βουβά και ξένα. Κουνούσε απογοητευμένος μόνο το κεφάλι του και προχωρούσε.

       «Α ρε Φαίδωνα!», φώναξε δυνατά και ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από τα στήθη του, σαν φωτιά που ήθελε να απλωθεί παντού, να κάψει τη αδικία αυτού του κόσμου κι όλα τα παράλογα. Μια κραυγή απελπισίας, που την έσερνε ο αέρας πέρα μακριά κι έσβηνε όπως το φώς του κεριού που λιώνει και αφήνει πίσω του σκοτάδι. Ήθελε να τον ακούσει ο κόσμος,  να μιλήσει σε κάποιον, να του πει για την κατάντια μας, να φωνάξει μήπως και βρει το χαμένο του δίκιο. Κανείς δεν γύρισε να τον δει, κανείς δεν του έδωσε σημασία. Μερικοί χαμογέλασαν ειρωνικά. Ένας ακόμα τρελός, κάποιοι σκέφτηκαν!

       Ένα μεγάλο Αχ, καρφώθηκε στα χείλια του κι ένα καυτό δάκρυ έτρεξε απ’ τα μάτια του. Γύρω του όλα ψεύτικα, χωρίς καμιά σημασία. Με βήματα βαριά προσχωρούσε για το σπίτι του πικραμένος. Η φιγούρα του άρχισε να σβήνει και να χάνεται στη γωνιά του δρόμου, όπως χάνονται σιγά- σιγά όλες οι ομορφιές ετούτου του κόσμου, χωρίς να αχνοφέγγει πουθενά μία μικρή σπίθα ελπίδας στον κατάμαυρο ουρανό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου