Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

Η ΜΕΛΟΝΤΙΚΑ

(Ηθογραφικό διήγημα, αναμνήσεις
αυγουστιάτικες της παιδικής μου ηλικίας,
με αναφορές στην παραλία της Δρότας Λέσβου
και στο πανηγύρι της Παναγίας στην Αγιάσο)

«Αύγουστε καλέ μου μήνα να ‘σουν δυο φορές τον χρόνο», αυτά λέει η λαϊκή μας παροιμία. Για όλα τα παιδιά και για μένα ακόμα περισσότερο, ήταν ο καλύτερος μήνας της παιδικής μου ηλικίας. Τον περίμενα πως και πως!
          Υπήρχε όμως ένα γεγονός που όλα τα αυγουστιάτικα καλοκαίρια μ’ έκανε να στεναχωριέμαι, όπως θα δείτε παρακάτω και πλήγωνε την παιδική μου ψυχούλα.
Ήρθε επιτέλους ο Αύγουστος, τα σχολεία ήταν κλειστά και στο χωριό μου το Μπουρό (Νεοχώρι) Λέσβου ολημερίς στο παιχνίδι, κρυφτό, κυνηγητό, αμπάριζα και φυσικά μπάλα. Κάθε τόσο απολάμβανα και τα θαλάσσια μπάνια στην κοντινή παραλία, έξι χιλιόμετρα από το χωριό μου στην όμορφη Δρότα.
          Πέταγα από τη χαρά μου όταν ο πατέρας μου ανακοίνωνε ότι το Σάββατο θα πάμε στην παραλία με το γαϊδουράκι και θα μείνουμε εκεί και την Κυριακή. Τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και ο μοναδικός τρόπος να πηγαίνουμε ήταν με τα πόδια ή καβάλα στο γαϊδουράκι μας. Το Φορτώναμε όλα τα αναγκαία και κατηφορίζαμε προς τη Θάλασσα.
          Μοιραζόμασταν μερικές φορές τη διαδρομή με τον πατέρα μου και άλλες φορές όταν ήταν ίσιος ο δρόμος καβαλικεύαμε και οι δύο πάνω του. Στον πηγαιμό δεν είχα πρόβλημα να περπατώ, πρώτον διότι ήταν κατηφόρα και δεύτερον η λαχτάρα μου να πάω στη θάλασσα έκανε τα πόδια μου να βγάζουν φτερά.
          Πρώτα περνάγαμε από το διπλανό χωριό το Ακράσι, περίπου ένα χιλιόμετρο και μετά κατηφορίζαμε για την παραλία. Η διαδρομή πολύ όμορφη, ανάμεσα σε ελιές και πεύκα. Η φύση σαν τέλειος ζωγράφος έριχνε τις πινελιές της και ο καμβάς γέμιζε με χρώματα και αρώματα. Ρίγανη, θρούμπι, ασπαρκιές (σπάρτα) πρόσθεταν ένα μεθυστικό άρωμα στον καθαρό αέρα που τρυπούσε τα ρουθούνια μου. Νόμιζα ότι βρισκόμουν στον παράδεισο!
          Ο ουρανός καταγάλανος και καθαρός και η εναλλαγή του τοπίου έφερνε μπροστά στα μάτια μου μαγικές εικόνες. Τα πουλιά πετούσαν και μας διασκέδαζαν με το κελάηδημα τους και ένας σκίουρος μας κοιτούσε με απορία και λίγο φοβισμένα, πρόκειται για τον περσικό σκίουρο (Sciurus anomalus) ή «γαλιά» όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι, που ζει στα παράλια της Mικράς Aσίας και δεν συναντάται πουθενά αλλού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα εκτός της Λέσβου.
          Η αγωνία όμως, πότε θα φτάσουμε στη θάλασσα, έκανε το δρόμο ατελείωτο. Όταν συναντούσα το χωριό, την απάνω Δρότα με τα λιγοστά σπιτάκια στην κοίτη του ποταμού Πριόνα ησύχαζα λίγο, αφού σε ένα χιλιόμετρο περίπου θα αντίκριζα τα πρώτα σπίτια της παραλίας και τη θάλασσα, αυτή την πλανεύτρα Κόρη με το πλατύ χαμόγελο και τα γαλάζια της μάτια που σε καλεί σαν την Κίρκη στην αγκαλιά της και που φυσικά δε μπορείς να της αντισταθείς.
          Ολημερίς απολάμβανα τις βουτιές μέχρι που το κορμί μου άρχισε να κρυώνει και τα ακροδάχτυλα μου να ζαρώνουν. Αλλά πρόβλημα δεν υπήρχε, την αποκατάσταση του κορμιού μου την αναλάμβανε ο ήλιος που με τα γλυκά του ζεστά χάδια επανέφερε στο κορμί μου στην αρχική του κατάσταση. Όσο περνούσε η ώρα και άρχιζε πάλι να το καίει, έκανα άλλη μία βουτιά στη θάλασσα και δροσιζόμουν, αυτό γινόταν συνέχεια έως αργά το απόγευμα, περνούσα καλά και ένοιωθα πολύ χαρούμενος.
          Του άρεσε πολύ του πατέρα μου η θάλασσα και αφού έκανε ένα γρήγορο μπάνιο, γιατί από ότι κατάλαβα πιο πολύ πήγαινε να βρει την παρέα του και τους φίλους του καφετζήδες για να πιει καφέ στο καφενείο του Λάσκαρη και ούζο στις δυο ταβέρνες του Γρηγόρη και Γιώργου που ήταν αδέλφια.
          Οι ακούραστες γυναίκες τους και καλές μαγείρισσες, Μεταξία και Μαρίκα, ετοίμαζαν υπέροχους μεζέδες. Χταπόδια, καλαμαρίνες (άγρια καλαμάρια) διάφορα ψαράκια, ντομάτες, πιπεριές από τους ντόπιους μπαξέδες και νόστιμα κολοκιθολούλουδα που έκαναν το ούζο απολαυστικό.
          Όταν το κέφι άναβε και το ούζο θόλωνε το μυαλό άρχιζαν τον «Παραπουνκό» -αμανές, τραγούδι καθιστικό της περιοχής μας. Μερακλής ο πατέρας μου ο Σάββας τραγουδούσε και έλεγε πολύ ωραία τετράστιχα που ακουμπούσαν την καρδιά σου. Μαζί και άλλοι Μποριανοί, και Δροτιανοί όλοι μια παρέα.

Έφυγες και με άφησες
σαν το ξερό ποτάμι
όπου στραγγίζουν τα νερά
και μένουν πέτρες και άμμοι.

          Το χωριό μου φημίζονταν ότι είχε πολλούς και καλούς τραγουδιστές, μουσικούς και κομπανίες. Ένας από αυτούς ήταν ο φίλος του πατέρα μου, ο Περικλής. Ήταν πολύ καλός τραγουδιστής και παραθέριζε συνέχεια το καλοκαίρι με την οικογένειά του στη Δρότα, καθώς και άλλοι πολλοί από το χωριό μου. Αντιλαλούσε η παραλία από τα τραγούδια, σιωπή έλεγαν, τραγουδούν οι Μποριανοί.
          Όλοι τους μερακλήδες, ευρηματικός στο τραγούδι ο μπροστάρης-καλλίφωνος τραγουδιστής, τραγουδούσε τους πρώτους στίχους και συντονισμένοι οι άλλοι δευτέρωναν, δηλαδή επαναλάμβαναν τους στίχους όλοι μαζί σαν μια χορωδία, σωστή ιεροτελεστία χαράς, πόνου, αγάπης, ξενιτιάς.
          Στα καφενεία τότε το Σαββατοκύριακο δύσκολα έβρισκες θέση να καθίσεις. Βάρκες έρχονταν από το Πλωμάρι για φαγητό. Τουρίστες έστηναν σκηνές στους «Ορνούς». Ακρασιώτες και Αμπελικιώτες κατέβαιναν να απολαύουν την ωραία παραλία με τα πολύχρωμα σαν κουφέτα ολοστρόγγυλα βότσαλα. Άλλες εποχές τότε ξέγνοιαστες χαρούμενες και είχαμε την πολυτέλεια να κάνουμε όνειρα και να έχουμε ελπίδες.
          Όλα τα όμορφα όμως κάποτε τελειώνουν! Η στεναχώρια μου μεγάλη όταν το απόγευμα της Κυριακής ανακοίνωσε ο πατέρας μου ότι έπρεπε να φύγουμε. Εγώ δεν το ήθελα με τίποτα, σκεφτόμουν κάποιο τρόπο να τον ξεγελάσω, κάποιο τέχνασμα, ένα μαγικό ραβδί. Παρακαλούσα να είχα ένα δικό μου σπίτι να έμενα εδώ. Όμως στη ζωή, όπως κατάλαβα και αργότερα, δεν μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, υπάρχουν κανόνες, νόμοι και πρέπει! Αναγκάζεσαι να συμβιβαστείς και τα θέλω σου είναι σε δεύτερη μοίρα.
          Αυτό Συνέβη τώρα και σε μένα, μάζεψα τα πράγματά μου και με βαριά καρδιά πήρα το δρόμο της επιστροφής. Τα πόδια μου μετά βίας ξεκολλούσαν από το χώμα και σκεφτόμουνα πως θα γυρίσω πίσω στο χωριό μου. Η απροθυμία μου να φύγω και η μεγάλη ανηφόρα έκαναν το γυρισμό δυσκολότερο.
          Ο πατέρας μου ετοίμασε το γαϊδουράκι μας και αφού φόρτωσε τα πράγματα ανέβηκε πάνω στο σαμάρι και εγώ από πίσω ακολουθούσα και περίμενα τη σειρά μου να ανέβω για να ξεκουραστώ. Αν ήταν ίσιος ο δρόμος ανεβαίναμε και οι δύο μαζί. Στην ανηφόρα το γαϊδουράκι κουράζονταν για αυτό έπρεπε να υπάρχει μόνο ένα άτομο επάνω. Το μόνο μεταφορικό μέσο στο χωριό ήταν αυτό και έπρεπε να το προσέχεις.
          Οι περισσότεροι είχαν από ένα για να κάνουν τη δουλειά τους. Το γαϊδουράκι να μεταφέρει από τα κτήματα τα ξύλα για το τζάκι του σπιτιού, να μεταφέρει τις ελιές για τα ελαιουργεία, ακόμα και να μας πάει βόλτα στα πανηγύρια που γίνονταν στα μακρινά χωριά.
          Ένα τέτοιο το πανηγύρι ήταν της Παναγίας της Αγιασιώτισσας. Είναι ο Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς «Αγία Σιών», την οποία, έφερε στην Αγιάσο από την Ιερουσαλήμ ο ιερέας Αγάθων ο Εφέσιος τον 9ο μ. Χ. αιώνα.Πρωτοχτίστηκε το 1170 και ανακαινίστηκε το 1806, αλλά το1812 ο ναός έγινε παρανάλωμα της μεγάλης φωτιάς που αποτέφρωσε μεγάλο μέρος της Αγιάσου. Κατά το έτος 1815, ανεγείρεται πάνω στα θεμέλια του παλιού νέος ναός, ο τρίτος στη σειρά, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα.
          Όλα τα παιδιά στο χωριό είχαμε χαρά να πάμε σε αυτό το πανηγύρι γιατί ήταν γεμάτο από πάγκους με πολλά παιχνίδια. Ότι ήθελες το έβρισκες! Στερημένοι όπως ήμασταν αφού στο δικό μας μικρό χωριό δεν υπήρχαν ούτε γεια δείγμα, νιώθαμε ότι κολυμπούσαμε μέσα σε μία θάλασσα από παιχνίδια.
           Εγώ είχα ένα λόγο παραπάνω, ονειρευόμουν κάποιο συγκεκριμένο παιχνίδι και ήθελα να το αποκτήσω. Μία όμορφη μικρή Μελόντικα με μια οκτάβα σε κόκκινο χρώμα με άσπρα πλήκτρα, που έβγαζαν ένα όμορφο και γλυκό ήχο όταν τα πατούσες. Από τότε είχα έφεση στη μουσική και μου άρεσε πολύ, οπότε το ιδανικό για μένα παιχνίδι ήταν αυτό!
          Περίμενα πώς και πώς να ανακοινώσει ο πατέρας μου ότι θα πάμε στο πανηγύρι. Όλοι στη Λέσβο επισκέπτονται το πανηγύρι της Παναγίας στην Αγιάσο τον δεκαπενταύγουστο, που κρατάει δεκαπέντε ημέρες, με κορύφωση την παραμονή. Σχηματίζονταν ουρές πολύ μεγάλες για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα και σε κάθε καφενείο παίζουν ορχήστρες με πολλά όργανα, βιολιά κλαρίνα, αλλά πάντα με βασικό το σαντούρι, το παραδοσιακό όργανο της Αγιάσου και όλης της Λέσβου.
          Από όλα τα μέρη ξεκινούσαν με τα πόδια, άλλοι γιατί το είχαν τάμα και άλλοι για την παρέα. Το έθιμο αυτό γίνεται πολλά χρόνια και βλέπεις τους δρόμους γεμάτο κόσμο να ανηφορίζει για να προσκυνήσει στη χάρη της. Άλλοι από την πρωτεύουσα τη Μυτιλήνη και άλλοι από τα χωριά. Ξεκινούσαν περπατώντας κάτω από το φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού. Ξαπόσταιναν για να πιουν νερό στην Καρίνη και να δροσιστούν. Συνέχιζαν μετά την πορεία τους στο λιθόστρωτο μονοπάτι, την «πατωμένη» όπως τη λένε οι ντόπιοι, περπατώντας ανάμεσα στα δροσερά περιβόλια και έφταναν στο «Σταυρί», μετά κατηφόριζαν στα πλακόστρωτα καλντερίμια της Αγιάσου προς την εκκλησία της Παναγίας.
          Η μαγική στιγμή έφτασε επιτέλους και για μένα, όταν ανακοίνωσε ο πατέρας μου ότι αύριο θα φύγουμε πρωί-πρωί, για να μη μας πιάσει η ζέστη, στο πανηγύρι της Παναγίας, στη γραφική Αγιάσο.
Δεν κοιμήθηκα καθόλου όλο το βράδυ, ο λίγος ύπνος που με έπιασε είχε στα όνειρά μου τη Μελόντικα, έβλεπα πως έπαιζα και μία γλυκιά μελωδία ξεχύνονταν σε όλο το δωμάτιο. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος!
Που θα πάει έλεγα, κάνοντας και εγώ το δικό μου τάμα. «Βοήθα Παναγιά μου, επιτέλους αυτή τη χρονιά να την αποκτήσω και θα 'ρθω σήμερα να προσκυνήσω με τα πόδια για τη χάρη σου».
            Το πρωί άκουσα τη μάνα μου να με φωνάζει για να ξυπνήσω. Πετάχτηκα γρήγορα και είδα τον πατέρα μου να στολίζει το γαϊδουράκι με χάντρες μπλε και φούντες κόκκινες στο καπίστρι και στο καπλοδέτη, πανηγύρι βλέπεις, όλοι είχαν το δικαίωμα να έχουν συμμέτοχη στο πανηγύρι με τα καλά τους ρούχα. Τοποθετούσε το Χιγμπέ» (Δισάκι, με δύο μεγάλους τρουβάδες από χοντρό ύφασμα ενωμένους στο επάνω μέρος με μια πλατιά λουρίδα, που τους κρεμούσαν, καθεμιά από διαφορετική πλευρά, στο σαμάρι του ζώου) μέσα εκεί βάζαμε τα ψώνια μας, τρόφιμα από τα παντοπωλεία της Αγιάσου, κουβάρια με κλωστές για να κεντάει και να υφαίνει η μάνα μου, και ό,τι άλλο χρειαζόμασταν.
Τα πάντα έβρισκες εκεί, χειροτεχνίες, πήλινα σκεύη και ξυλόγλυπτα, τα οποία όπως είναι γνωστό είναι φημισμένη η Αγιάσος, μαχαίρια και σουγιάδες χειροποίητους καθώς και πάγκους με φρούτα και ζαρζαβατικά.
          Ξεκινήσαμε πολύ πρωί με τους γείτονες φίλους μας που είχαν και αυτοί το γαϊδουράκι τους. Βαδίζαμε μέσα από κτήματα και αγροτικά μονοπάτια. Η πρωινή δροσιά ήταν ότι έπρεπε για περπάτημα. Εγώ εκπληρώνοντας το τάμα, πού να τολμήσω να ανέβω πάνω στο γαϊδουράκι μας, ήθελα να πάω με τα πόδια μήπως και εκπληρωθεί επιτέλους η ευχή μου που έκανα στην Παναγία.
Κάποια στιγμή κουράστηκα και ήθελα να ζητήσω από τον πατέρα μου να κάνω και εγώ καβάλα στο σαμάρι, αλλά έτρεμα στην ιδέα και με το μικρό μου μυαλό αναρωτιόμουν από μέσα μου, λες να με βλέπει η Παναγία και να μην εκπληρώσει την ευχή μου;
            Δεν είναι να παίζεις με τέτοια πράγματα αφού όλα στη ζωή είναι «Δούναι και λαβείν», πρέπει να δώσεις για να πάρεις. Αν δώσεις γέλιο θα εισπράξεις γέλιο, αν δώσεις δάκρυ θα πάρεις δάκρυ. Τίποτα δεν Χαρίζεται, ένα αέναο παζάρι με τα χρήματα, τα αισθήματα, την αγάπη, τη φιλία και πάντοτε με γνώμονα τις περισσότερες φορές το συμφέρον. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι εξαιρέσεις.
Η διαδρομή ήταν υπέροχη μέσα σε ελιές και Καστανιές, μηλιές και δροσερά περιβόλια. Λίγο πριν φτάσουμε στην Αγιάσο νιώσαμε το πρώτο καλωσόρισμα από τον χάδι του ήλιου που πρόβαλε δειλά-δειλά και άρχισε να παίζει με τις δροσοσταλίδες των φύλλων και να κάνει τις μηλιές με τα κατακόκκινα μήλα τους να λάμπουν.
          Κατεβήκαμε το λιθόστρωτο μονοπάτι και ήπιαμε νερό από την Πηγή που συναντήσαμε, κάτω από ένα πλατάνι. Πιο παγωμένο νερό δεν έχω πιει ποτέ στη ζωή μου λες και το είχανε μέσα στο ψυγείο.
Σε λιγάκι φτάσαμε στο Χάνι. Ήταν ένα κτίριο, χώρος φύλαξης για τα ζώα. Οι ταξιδιώτες τα άφηναν μέσα εκεί με κάποιο μικρό αντίτιμο μέχρι να τελειώσουν τις δουλειές τους και να επιστρέψουν να τα πάρουν. Αφήσαμε και εμείς το μικρό μας γαϊδουράκι να ξεκουραστεί, του βάλαμε τροφή και ξεκινήσαμε για να πάμε στην Παναγία να προσκυνήσουμε.
          Ο δρόμος κατά μήκος έσφυζε από πάγκους με λογιών-λογιών παιχνίδια, οι πραματευτάδες διαλαλούσαν τη πραμάτεια τους και άκουγες παντού φωνές με κάθε είδους εμπορεύματα. Οι ντόπιοι παραγωγοί πούλαγαν τα προϊόντα τους, καρύδια, κάστανα, αχλάδια, ξινόμηλα, ντομάτες-ουξιές (ποικιλία ντομάτας σε χρώμα ροζ, πολύ νόστιμη), ρίγανη και πολλά άλλα αρωματικά φυτά και βότανα.
Στα αυτιά μου αντηχούσαν οι φωνές των πραματευτάδων και στα ρουθούνια μου μύριζα την τσίκνα από τα σουβλάκια που ψήνανε. Το μυαλό μου όμως και τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στους πάγκους για να αντικρίσω τη Μελόντικα, ώστε να το πω στον πατέρα μου να μου την κάνει δώρο.
          Ανεβαίνοντας το πλακόστρωτο ξαφνικά άκουσα μία γνώριμη φωνή, ήταν της κυρά Στρατούλας, άνθρωπος αγνός, αυθεντικός και έξυπνος με ωριαίες ατάκες. Χρόνια διατηρεί κατάστημα με είδη δώρων, αγγειοπλαστικής και παιχνιδιών. Μόλις με είδε που κοιτούσα τα παιχνίδια, μου λέει: «Πάρι μουρέλιμ ένα Παγιαβλέλ» (Πάρε παιδί μου μία σφυρίχτρα). Το περίφημο Παγιαβλέλ ήταν μία πήλινη σφυρίχτρα που έβαζες μέσα λίγο νερό και καθώς την φυσούσες έβγαζε έναν ήχο σαν κελάηδημα πουλιού. Σε όλους τους περαστικούς αυτό πρότεινε πάντα, κάνοντας τα αστεία της με πειρακτικά υπονοούμενα, στην αγιασιώτικη βαριά ντοπιολαλιά, που όμως δεν την καταλάβαιναν οι περισσότεροι και ειδικά οι ξένοι.
          Δεξιά αριστερά του δρόμου πολλά μαγαζιά πουλούσαν χειροποίητα ξυλόγλυπτα, τάβλια, εικόνες, ολόκληρα κρεβάτια και έπιπλα και οτιδήποτε άλλο χρειαζόσουν. Όσο ανεβαίναμε και πλησιάζαμε προς της εκκλησία της Παναγίας ένας όμορφος γλυκός ήχος άρχισε να χαϊδεύει τα αυτιά μου. Ήταν ο μελίφθογγος ήχος του σαντουριού του Κακούργου (παρατσούκλι του σπουδαίου σαντουριέρη Γιάννη Σουσαμλή) που έπαιζε παραδοσιακούς σκοπούς έξω από το κατάστημα του και ταυτόχρονα πουλούσε τσουκαρέλια (πολύ μικρά τσόκαρα, διακοσμητικά).
          Διαλαλούσε την πραμάτεια του, «Πάρτι μουρέλιαμ τσουκάρέλια, γώ τα κάνου γώ τα πλιω» (αγοράστε τσοκαράκια, εγώ τα κάνω εγώ τα πουλώ) και μετά συνέχιζε με ένα σκοπό παραδοσιακό το γνωστό συρτό της Λέσβου «Τα Ξύλα» καθώς και άλλους σκοπούς συνεχώς και ακούραστα.
Από κει και σε ένα λεπτό περίπου αντικρίσαμε τη βαριά πόρτα του προαυλίου της εκκλησίας.                           Καθίσαμε να ξαποστάσουμε στο παραδοσιακό καφενείο απέναντι από την πόρτα του αυλόγυρου της εκκλησιάς, κάτω από τη δροσιά της πυκνής Φρίτζας (κατασκευή με ξύλινα ή σιδερένια δοκάρια σε κάποιο ύψος πάνω από δρόμους ή αυλές που απλώνονται και στηρίζονται τα κλαδιά αναρριχώμενου φυτού, κλίμα, πεντάφυλλο για δροσιά!). Οι μεγάλοι απολάμβαναν τον καφέ ή το καϊνάρ (παραδοσιακό ρόφημα σε βαθύ κόκκινο χρώμα από πολλά αρωματικά βότανα με βάση την κανέλα). Εγώ πήρα ένα κουλούρι από τους παραδοσιακούς φούρνους που υπήρχαν εκεί. Σκορπούσαν απλόχερα την γλυκιά μυρωδιά του ψωμιού που ψήνονταν, έμπαινε από τα ρουθούνια σου και απλώνονταν σε όλο σου το κορμί νοιώθοντας μια ακαθόριστη ευεξία. Τα μικρά παιδιά πρέπει να τρώνε και δεν κάνει να πίνουν καφέ με συμβούλεψε η μάνα μου.
            Μετά πήγαμε να προσκυνήσουμε τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Μέσα στην εκκλησία ένιωθες δέος και ευλάβεια. Αμέτρητα καντήλια, όμορφα ξυλόγλυπτα και ένα κόσμημα μαρμαρογλυπτικής, το υπέροχο και εντυπωσιακό μαρμάρινο τέμπλο! Εκεί συναντήσαμε και τη γιαγιά μου, τη μάνα του πατέρα μου καθώς και άλλες γυναίκες από το χωριό μου πού είχαν πάει να «Δεκαπεντίσουν» άλλες στα κελιά της εκκλησίας και άλλες που δεν έβρισκαν κελιά πάνω στα ξύλινα καφασωτά που τα τοποθετούσαν στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Τα χρησιμοποιούσαν για να βάζουν πάνω χράμια και κουβέρτες και να διανυκτερεύουν και τις δεκαπέντε ημέρες, τιμώντας με αυτό τον τρόπο την Παναγία. Λίγο πιο πέρα και δεξιά από την είσοδο της εκκλησίας, στη γωνία της πρόσοψης είχε και η βρακοφορούσα γιαγιά μου το δικό της καφασωτό μέσα στο προαύλιο της εκκλησίας, με τα χράμια και τα σκεπάσματά της. Ήταν πολλές οι φορές που διανυκτέρευα και εγώ μαζί της και μου άρεσε πολύ.
           Θυμάμαι όταν πείναγα με έστελνε και έπαιρνα κουλούρι και ψωμί από τον απέναντι φούρνο. Δεν θα ξεχάσω τη νοστιμιά που είχε αυτό το μυρωδάτο ψωμί καθώς και το παραδοσιακό τουλομίσιο τυρί, (κατασκευάζεται και ωριμάζει με μία συγκεκριμένη διαδικασία μέσα σε ένα τουλούμι από δέρμα ζώου, συνήθως κατσίκι) που συνοδευόμενο με ελιές και ντομάτα, ήταν το καλύτερο γεύμα που έχω φάει ποτέ και το θυμάμαι ακόμα!
          Εντύπωση μου έκανε το θέαμα που έβλεπα στο προαύλιο της εκκλησίας, ήταν κάτι σαν κωμωδία ελληνικής ταινίας κι άλλες φορές θύμιζε μάζωξη προσφύγων που βρήκαν τόπο να απαγκιάσουν με τα λίγα υπάρχοντά τους. Τσουβάλια, μποξάδες, ταγάρια και πλεκτά καλάθια, κρεμασμένα πάνω στους οριζόντιους σωλήνες, ανάμεσα στις κολώνες της εκκλησίας και άλλα ατακτοποίητα και πρόχειρα στοιβαγμένα κάτω. Υπήρχε και κάτι άλλο που σ’ έκανε να γελάς και ήταν αντιαισθητικό. Οι γυναίκες που διανυκτέρευαν, έπλεναν τα ρούχα τους σε μία βρύση δεξιά καθώς μπαίνεις στον αυλόγυρο και τα άπλωναν μέσα στο προαύλιο της εκκλησίας. Ο προσκυνητής που έρχονταν έβλεπε απλωμένες κιλότες ποικίλων χρωμάτων, κάλτσες μάλλινες, σουτιέδες και μυτιληνιές τεράστιες βράκες. Αν το καλοσκεφτούμε, τώρα θα ήταν αδύνατο να το επέτρεπαν, τότε ήταν πολύ φυσικό. Πώς αλλάζουν οι εποχές, τα ήθη και τα έθιμά!
          Η ώρα να περνούσε και προσπαθούσα να βρω μία αφορμή για να πω στον πατέρα μου να πάμε να αγοράσουμε ένα παιχνίδι, σκεφτόμενος ότι αυτό θα είναι η Μελόντικα. Τελικά βλέποντας ότι αργεί σκαρφίστηκα κάτι. Είπα στον πατέρα μου να πάμε να αγοράσουμε το παραδοσιακό Χαλβά της Λέσβου ή Πταρέλια όπως τα λένε οι ντόπιοι, (κύριο συστατικό χαλβαδόξυλο που παράγεται μονάχα στη Ρωσία) γιατί δήθεν μου άρεσε, με την ελπίδα στη διαδρομή μας να συναντήσουμε κάποιον πάγκο με παιχνίδια και να του πω να μου πάρει τη Μελόντικα.
          Έτσι και έγινε, στο δεύτερο πάγκο είδα τη Μελόντικα που τόσο λαχταρούσα. «Τι θες να σου πάρω μου λέει ο πατέρας μου;», απλώνω το μικρό παιδικό μου χεράκι και του λέω με ενθουσιασμό φωναχτά «τη Μελόντικα», δείχνοντάς την. «Πάρε κάτι άλλο μου λέει, αυτή δεν θα σου την πάρω γιατί θα κοιμάμαι το απόγευμα και θα με ενοχλείς συνέχεια που θα παίζεις, άσε που θα ενοχλείς και τον κόσμο στο χωριό και θα μου κάνουν παράπονα. Διάλεξε κάτι άλλο!»
Δεν θέλω τίποτα Του λέω και άρχισα να κλαίω, το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά περίεργα, η ψυχή μου έλιωνε σαν μικρό λεπτό κεράκι. 
           Άλλη μία απογοήτευση για μένα και αυτή τη χρονιά, γιατί κάθε χρόνο και για πολλά χρόνια επαναλαμβανόταν το ίδιο πράγμα. Ξανά Αύγουστος και πανηγύρι, πάλι εγώ ζητούσα τη Μελόντικα, ξανά ένα μεγάλο ΟΧΙ ο πατέρας μου! Είχα την ελπίδα πως κάποτε θα μου την πάρει, αλλά αρνιόταν πεισματικά, πάντα με το πρόσχημα ότι θα τον ενοχλώ όταν θα παίζω. Κάθε Αύγουστος είχε αυτό το μικρό αγκαθάκι που με βασάνιζε. Στο τέλος απελπίστηκα!
            Τελικά τα χρόνια πέρασαν και Μελόντικα δεν ήρθε ποτέ στα χέρια μου. Μεγάλωσα και άρχισα να το ξεχνάω, έφυγα στην Αθήνα όπου Σπούδαζα και δούλευα ταυτόχρονα. Έμεινα στο κέντρο της Αθήνας στην Ομόνοια στην οδό Γερανίου στην αδελφή του πατέρα μου την Περσεφόνη που με φιλοξενούσε. Ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο απόγευμα μεγάλης εβδομάδας του Πάσχα είπα να κάνω μία βόλτα στην πλατεία Κοτζιά, καθώς προχωρούσα προσπέρασα ένα πάγκο με παιχνίδια και στην άκρη του ματιού μου βλέπω την ίδια ακριβώς Μελόντικα, αυτή που ζητούσα από τον μπαμπά μου και που ποτέ δεν μου την πήρε.
          Η γλυκιά μου όμορφη, μικρή και κατακόκκινη Μελόντικα μετά τα άσπρα πλήκτρα. Απίστευτο! Ένα ρίγος πέρασε από το κορμί μου και μονολόγησα λέγοντας «Τώρα πια δεν σε χάνω με τίποτα!». Είχα τα δικά μου τα λεφτά, ήμουν ελεύθερος να κάνω ότι ήθελα, να αποφασίζω εγώ τι θέλω, κανείς δεν μπορούσε να μου πει όχι. Τη Μελόντικα θα την έπαιρνα ο κόσμος να χαλούσε!
          Κάνω επιτόπου στροφή γυρίζω πίσω και την αγοράζω! Όταν την έπιασα στα χέρια μου, άρχισα να την αγκαλιάζω σφιχτά, να τη χαϊδεύω και να τη φιλάω. Ο πραματευτής με κοίταζε με απορία σαν έλεγε μέσα του «Ολόκληρος μαντράχαλος και αγοράζει μία παιδική Μελλοντικά, τη χαϊδεύει και την αγκαλιάζει, μάλλον δεν θα είναι στα καλά του». Εγώ κατάλαβα την απορία του και του λέω «Άσε είναι μεγάλη ιστορία που να στην εξηγώ» τον χαιρέτησα και κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας κάνοντας πως καταλαβαίνει, αλλά με διαγραμμένη στο πρόσωπό του την απορία.
           Πέρασα απέναντι και κάθισε σ’ ένα παγκάκι και άρχισα να την περιεργάζομαι. Επιτέλους το παιδικό μου όνειρο, η έντονη επιθυμία μου έγινε πραγματικότητα, λίγο αργά, αλλά η χαρά πολύ μεγάλη. Απόκτησα αυτό που ήθελα. Δεν το πίστευα ότι την είχα στα χέρια μου! Ξανάγινα για λίγο παιδί όπως τότε, τώρα όμως είχα και την Μελόντικα μου! Δοκίμαζα όλες τις νότες «Ντο Ρε Μι Φα Σο Λα Σι». Φυσούσα δυνατά για την ακούω να παίζει και να διαπιστώσω πως δεν ονειρεύομαι.
          Χωρίς να ξέρω γιατί, άρχισα να παίζω τα κάλαντα των Χριστουγέννων, ενώ ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Μάλλον επειδή τα είχα χαμένα από τη χαρά μου ή αυτός ο σκοπός ήταν εύκολος και τον θυμόμουνα, ίσως και για να βγάλω τα απωθημένα μου αφού δεν είχα ποτέ μια Μελόντικα να γυρίζω στο χωριό και να παίζω τα κάλαντα για να μου δίνουν λεφτά και γλυκά.
           Δύο κυρίες πέρασαν από μπροστά μου και ακούγοντας τα κάλαντα Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα που ήταν και βλέποντας τη μεγάλη ηλικία που είχα, χαμογέλασαν με απορία και κούνησαν το κεφάλι τους! Εγώ ακάθεκτος συνέχιζα χωρίς να δίνω σημασία, σαν βιρτουόζος στη Σκάλα του Μιλάνου. Άκουσα τη μία να λέει στην άλλη «Μη δίνεις σημασία, τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας, κάποιος τρελός θα είναι».
Μάλλον δίκιο είχε η κυρία, ήμουν τρελός. Τρελός απ' τη χαρά μου!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου